Η μάχη στη Μια Μηλιά και η πτώση της Αμμοχώστου

«Κι ἐφώναζα ώ θεϊκιά κι ὅλη αἵματα πατρίδα!»
Διονύσιος Σολωμὸς

Αμμόχωστος, Ιούλιος 1974

Στο τέλος του «Αττίλα ΙΙ» στην Κύπρο, η μάχη στη Μια Μηλιά και η πτώση της Αμμοχώστου (14-17 Αυγούστου 1974) παραμένουν μια ακόμα τραγική επέτειος για τον Ελληνισμό.

Η κατάληψη της πόλης της Αμμοχώστου κατά τον «Αττίλα ΙΙ» είναι ένα ξεχωριστό κομμάτι της τραγωδίας του 1974, καθώς επετεύχθη λόγω προδοσίας και τραγικής έλλειψης οργάνωσης και συντονισμού, καθώς εκτιμάται ότι ακόμα και οι ανεπαρκείς δυνάμεις που δρούσαν στην περιοχή χωρίς βοήθεια από τη νέα ελληνική κυβέρνηση της Χούντας, ήταν σε θέση να προστατέψουν την πόλη.

Η Αμμόχωστος δεν αποτελούσε αρχικά στόχο των τουρκικών επιδιώξεων, ενώ θα μπορούσε να κρατηθεί σχετικά εύκολα, αν είχε εξολοθρευτεί ο τουρκοκυπριακός θύλακας στην παλαιά πόλη κατά τον «Αττίλα Ι», κάτι που δεν επετεύχθη λόγω των εντολών που δόθηκαν από τη δικτατορική Κυβέρνηση της Αθήνας για άμεση κατάπαυση του πυρός στην Κύπρο, στις 22 Ιουλίου 1974.

Η πτώση της Αμμοχώστου υπήρξε αποτέλεσμα τεσσάρων παραγόντων:

α) Το σπάσιμο της «γραμμής» της Εθνικής Φρουράς στη Μια Μηλιά.

β) Ο θάνατος του επικεφαλής των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Αμμόχωστο, Αντισυνταγματάρχη (ΠΒ) Εμμανουήλ Χατζηδάκη, διοικητή της 173 ΜΑ/ΤΠ (Μοίρα Αντιαρματικού Πυροβολικού), σε αεροπορική επιδρομή τουρκικών μαχητικών.

γ) Η προδοσία από τις στρατιωτικές αρχές των αγγλικών βάσεων στο «2½ Μίλι», και

δ) Οι διαταγές υποχώρησης που έλαβαν οι Ελλαδίτες αξιωματικοί της Α’ Στρατιωτικής Ανωτέρας της Αμμοχώστου από τη νέα κυβέρνηση των Αθηνών.

Τούρκοι στη Μια Μηλιά, Ιούλιος 1974

Τι συνέβη στη Μια Μηλιά και τα τουρκικά τανκς αποδεκάτισαν τις μονάδες της Εθνοφρουράς και τους Ελλαδίτες που είχαν απομείνει ζωντανοί;

Σύμφωνα με μαρτυρίες στρατιωτών της 173 ΜΑ/ΤΠ, που επέστρεψαν από το πεδίο της μάχης, η Εθνική Φρουρά είχε παραταχθεί στη «γραμμή» της Μιας Μηλιάς, με πυροβολικό, τεθωρακισμένα, πεζικό και αντιαεροπορικά, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα τουρκικά άρματα που κατευθύνονταν προς την Αμμόχωστο. Κατά μήκος της «γραμμής» και μπροστά από το στρατό της Ε.Φ., η περιοχή είχε ναρκοθετηθεί. Ήταν σίγουρο, ότι τα τουρκικά τανκς θα έπεφταν μέσα στο ναρκοπέδιο και τότε τα πράγματα θα ήσαν πιο εύκολα για το στρατό μας. Προς μεγάλη όμως έκπληξη των στρατιωτών μας, τα τουρκικά τανκς έκαναν την εμφάνισή τους στα πλάγια της «γραμμής» παρατάξεως της Ε.Φ., αποφεύγοντας έτσι το ναρκοπέδιο. Τι είχε συμβεί;

Στα πλάγια της «γραμμής», όπου είχε παραταχθεί ο στρατός της Ε.Φ., υπήρχε ένας στενός χωματόδρομος που δεν ναρκοθετήθηκε και έμεινε ακάλυπτος από τους στρατιώτες μας, επειδή τον χρησιμοποιούσαν τα τεθωρακισμένα των ανδρών του ΟΗΕ. Οι κυανόκρανοι, που ακολουθούσαν παντού την Ε.Φ. και γνώριζαν τις κινήσεις της, «οδήγησαν» τα τουρκικά άρματα από τον χωματόδρομο, σαν άλλος «Εφιάλτης», με αποτέλεσμα να αποφύγουν το ναρκοπέδιο και να βρεθούν στα πλάγια και στα μετόπισθεν των στρατιωτών μας. Έτσι, με μια «πισώπλατη μαχαιριά» των ΟΗΕδων, τα τουρκικά τανκς αποδεκάτισαν τους ανήμπορους να αντιδράσουν στρατιώτες της Εθνικής Φρουράς, που σαν άλλοι «Λακεδαιμόνιοι» είχαν παραταχθεί για να τους σταματήσουν.

Υπεύθυνος για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Αμμόχωστο μέχρι τον θάνατό του ήταν ο Χανιώτης διοικητής της 173 ΜΑ/ΤΠ, Αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού Εμμανουήλ Χατζηδάκης, ένας γενναίος και έμπειρος αξιωματικός, που εμψύχωνε και καθοδηγούσε στους στρατιώτες του και κατά την πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής. Το αρχηγείο του Εμμανουήλ Χατζηδάκη είχε στηθεί στο υπόγειο μιας ημιτελούς οικοδομής, στην κατοικήσιμη περιοχή που βρισκόταν στην αρχή του δρόμου του Καραόλου, που οδηγούσε στο στρατόπεδο της 173 ΜΑ/ΤΠ.

Είναι βέβαιο, ότι οι Τούρκοι όχι μόνο δεν γνώριζαν τη θέση του αρχηγείου, αλλά ούτε καν μπορούσαν να τη διανοηθούν. Όμως γύρω στις 17:30 οι Λοχαγοί Κάτσιος και Λώτας, με τα τμήματά τους (το Τμήμα του Νοσοκομείου) διατάχθηκαν να ανασυνταχθούν στη Δερύνεια και είναι αυτοί που κράτησαν τη γνωστή μέχρι και σήμερα, ακραία γραμμή προς την Αμμόχωστο. Οι μόνοι Έλληνες που είχαν απομείνει στην Αμμόχωστο στις 14 Αυγούστου ήσαν οι 32 έφεδροι στο Δασάκι των Δικαστηρίων και μια ακόμα ομάδα Εφέδρων, που είχαν επίσης εγκαταλειφθεί προδομένοι από τη δική τους ηγεσία, στο Λιμάνι της Αμμοχώστου, στον Φάρο.

Τα τούρκικα άρματα εν τω μεταξύ είχαν φθάσει στη Λίμνη του Αγίου Λουκά και κτυπούσαν διαρκώς. Ελπίδα για εξασφάλιση ενισχύσεων μέσω του ΓΕΕΦ ή της Κυβέρνησης καμία. Το μεν Γενικό Επιτελείο δεν απαντούσε στις κλήσεις, ο δε Πρόεδρος της Δημοκρατίας και το Υπουργικό Συμβούλιο είχαν εγκαταλείψει τη Λευκωσία.. Και το κρισιμότερο, τα πυρομαχικά των εφέδρων στην Αμμόχωστο είχαν εξαντληθεί.

Η Αμμόχωστος το 1953 και το 1974..

Η «σιγή πυρός» που επικράτησε από την ελληνική πλευρά, έδωσε το οριστικό σύνθημα στους Τούρκους για τελική επίθεση με όλα τα μέσα που διέθεταν. Η μοναδική Ελληνοκυπριακή επιλογή ήταν: ή να χαθούν αμαχητί (λόγω έλλειψης πυρομαχικών) ή να υποχωρήσουν. Η τελευταία πράξη γράφτηκε με την υποστολή της Ελληνικής σημαίας. Όσοι μπόρεσαν να ακούσουν -σχεδόν όλοι- βρέθηκαν «σε στάση προσοχής να χαιρετούν τη Γαλανόλευκη με δάκρυα στα μάτια». Η Ελληνική σημαία της Αμμοχώστου κατέβηκε, διπλώθηκε και παραδόθηκε στον αρχαιότερο Αξιωματικό. Αμέσως μετά δόθηκε η τελευταία διαταγή: «Να μαζευτεί ο οπλισμός – Άμεση υποχώρηση – Εγκαταλείψατε τας θέσεις μας, η Αμμόχωστος χάνεται …».

Στις 21 Ιουλίου 1974, ημέρα Κυριακή, τα τουρκικά αεροπλάνα ήρθαν κατά κύματα και έριχναν βόμβες και ρουκέτες και μυδραλιοβολούσαν. Το παραλιακό ξενοδοχείο «Σαλαμινία» (Salaminia Tower), ιδιοκτησίας των Πιερίδη και Φραγκούδη, γκρεμίστηκε σαν να ήταν από χαρτί και έφραξε τον δρόμο. Η τουρκική αεροπορία στόχευε το ξενοδοχείο, διότι στην ταράτσα του υπήρχε παρουσία της Εθνικής Φρουράς που αναζητούσε υψηλά σημεία για να χτυπήσει τους Τούρκους στην εντός των τειχών πόλη. Η πρώτη βόμβα έσκασε στην παραλία, όπου δημιουργήθηκε μεγάλος κρατήρας. Η δεύτερη βόμβα έπληξε και κατέστρεψε το ξενοδοχείο.

Εκτός από το Salaminia, τη μεγαλύτερη καταστροφή έπαθαν το κτήριο της επαρχιακής διοίκησης, το Γυμνάσιο Θηλέων και το ξενοδοχείο Golden Marianna της οικογένειας Λόρδου. Βόμβες έπεφταν παντού σε κτήρια και σπίτια στο κέντρο της πόλεως. Οι Βρετανοί τουρίστες που παραθέριζαν στην Αμμόχωστο, είχαν προειδοποιηθεί με αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν την περιοχή από το πρωί, πολύ πριν τους βομβαρδισμούς. Κάποιοι όμως δεν πρόλαβαν να φύγουν. Όπως διηγήθηκε ο John Wood, τότε γενικός διευθυντής του ξενοδοχείου, στην ταράτσα του είχαν τοποθετηθεί βρετανικές σημαίες για να μην γίνει στόχος.

Η φωτογραφία του Χαράλαμπου Αβδελόπουλου, που έγινε συνώνυμη της βαρβαρότητας του Αττίλα..

Χαρακτηριστική της καταστροφής, είναι η εικόνα από το 12ώροφο Salaminia που στα συντρίμμια του εγκλωβίστηκε και βρήκε φρικτό θάνατο ένας Ελληνοκύπριος υπάλληλος, που εργαζόταν στις κουζίνες και είχε την ατυχία να κοιμηθεί στο ξενοδοχείο μην έχοντας άλλο μέρος για να μείνει. Το πτώμα του κρεμόταν μέσα από τα συντρίμμια. Ο κ. Ανδρέας Αλεξάνδρου, που βρέθηκε στο σημείο, αφηγήθηκε την ιστορία: «Με κάλεσε η αστυνομία εκείνο το πρωινό για να βοηθήσω στην απόσυρση του σώματος του νεαρού. Εγώ βρισκόμουν στην Αγία Τριάδα σε άλλο ξενοδοχείο ως υπεύθυνος πυροσβεστικής ομάδας, όπου έψαχναν για ανθρώπους στα συντρίμμια. Υπήρχε εκσκαφέας αλλά δεν μπορούσε να μετακινήσει τα συντρίμμια και τότε ζήτησα ένα κομπρεσέρ για να σπάσουν τα συντρίμμια, αλλά ήταν αδύνατο να βρεθεί οτιδήποτε. Τότε ειδοποίησα το αρχηγείο Χρυσής Ακτής και ζήτησα να φύγουν οι ξένοι φωτορεπόρτερ που μας ακολουθούσαν εκείνη την ημέρα, γιατί μόνο με σκοινιά μπορούσαμε να ανασύρουμε τον νεκρό νεαρό και δεν θέλαμε να φωτογραφήσουν κάτι τέτοιο. Έφυγα για λίγο να επιστρέψω στην ομάδα μου και μέχρι να έρθω πίσω το σώμα ήταν άφαντο. Έμαθα πως οι υπεύθυνοι του νεκροτομείου, που ήρθαν στο σημείο, έκοψαν τα πόδια, το σώμα από τα πόδια, με πριόνι και τον πήρανε». Η φωτογραφία, που τράβηξε ο Χαράλαμπος Αβδελόπουλος, έγινε συνώνυμη της φρίκης του πολέμου.

Ο Ανδρέας Αλεξάνδρου πλησιάζει τον άψυχο εργάτη

Στις 22 Ιουλίου 1974, ημέρα Δευτέρα, η επιδρομή των αεροπλάνων έγινε πιο άγρια. Χτυπήθηκαν και παραδόθηκαν στις φλόγες το Διοικητήριο, τα Δικαστήρια, το Δημαρχείο και όλα τα κτήρια (γραφεία, αποθήκες, εργοστάσια), που βρίσκονταν σε απόσταση περίπου 500 μέτρων από τον δρόμο του λιμανιού. Οι περισσότεροι κάτοικοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και ζήτησαν ασφαλέστερα καταφύγια μέσα σε σπίτια στα περιβόλια, στα υπόγεια πολυκατοικιών, συνήθως μισοτελειωμένων και εκεί διανυκτέρευσαν. Παρ’ όλο τον σφοδρό και αδιάκριτο βομβαρδισμό οι κάτοικοι δεν τρομοκρατήθηκαν και δεν εγκατέλειψαν την πόλη τους.

Στις 22 Ιουλίου, ώρα 4 μ.μ., αναγγέλθηκε από ραδιοφώνου η ανακωχή, αλλά και τότε ακόμα ένα σμήνος αεροπλάνων ξεφόρτωσε τις τελευταίες του βόμβες… Την 23η Ιουλίου 1974, μετά τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, ανατέθηκε στον Ταγματάρχη Τάσο Μάρκου η συγκρότηση της αμυντικής γραμμής από τη Μια Μηλιά προς τον Κουτσοβέντη. Ο Τάσος Μάρκου συγκρότησε το 315 ΤΠ, το οποίο απαρτίζετο από εφέδρους και στρατιώτες από διαλυμένες μονάδες, κατασκεύασε οχυρωματικά έργα και ναρκοθέτησε την περιοχή. Στο μυαλό του στριφογύριζε η ιδέα της ανατροπής των πραξικοπηματικών δεδομένων και η αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης με την εκδίωξη των επίορκων Ελλαδιτών αξιωματικών και τον έλεγχο της Εθνικής Φρουράς από δημοκρατικούς Κύπριους Αξιωματικούς. Αντικειμενικός του στόχος ήταν η δημιουργία συνθηκών αποτελεσματικής άμυνας και ακόμα εάν οι συνθήκες το επέτρεπαν η διενέργεια αιφνιδιαστικού κτυπήματος και αντεπίθεσης για εκδίωξη των Τουρκικών δυνάμεων εισβολής. Για άγνωστους μέχρι σήμερα λόγους, η κίνηση αυτή ουδέποτε εκδηλώθηκε, ίσως λόγω της μη ανταπόκρισης διαφόρων παραγόντων, τους οποίους προσέγγισε τότε ο Ταγματάρχης Μάρκου.

Το βράδυ της 30ής Ιουλίου 1974, ο Τάσος Μάρκου επέστρεψε στη μονάδα του στη Μια Μηλιά απογοητευμένος, αλλ’ αποφασισμένος να αναχαιτίσει τη επερχόμενη προέλαση των Τούρκων προς την περιοχή της Αμμοχώστου. Δημιούργησε νέες αμυντικές θέσεις, επάνδρωσε νέα φυλάκια και ζήτησε από το ΓΕΕΦ ενισχύσεις, οι οποίες δεν του απεστάλησαν ποτέ.. Ένα νέο σκηνικό όμοιο με τα στενά των Θερμοπυλών στήθηκε στην περιοχή Μιας Μηλιάς – Κουτσοβέντη. Ο σύγχρονος Λεωνίδας της Κυπριακής Ιστορίας οργάνωνε ολημερίς την άμυνα της περιοχής και τη νύκτα σχεδίαζε τις ενέργειές του σε περίπτωση εκδήλωσης επίθεσης από τους Τούρκους και επιθεωρούσε τα αμυντικά έργα.

Τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου 1974, η τραγωδία της Κύπρου, υπό το τουρκικό σχέδιο Αττίλας ΙΙ, άρχισε να συντελείται. Το τάγμα του Τάσου Μάρκου δέχθηκε ανελέητο βομβαρδισμό από την Τουρκική αεροπορία. Ο Τάσος Μάρκου ζήτησε από το ΓΕΕΦ υποστήριξη από τις μονάδες πυροβολικού που δρούσαν στην περιοχή και ενίσχυση σε άνδρες και πολεμικό υλικό, αλλά η απάντηση του ΓΕΕΦ δεν έφθασε ποτέ στον αγωνιζόμενο με νύχια και με δόντια ηρωικό Ταγματάρχη. Ο Τάσος Μάρκου διαβλέποντας την εγκατάλειψή του από το ΓΕΕΦ αποφάσισε να αντιμετωπίσει τη διαμορφούμενη κατάσταση με τα μηδαμινά μέσα που ο ίδιος διέθετε. Η μάχη ήταν άνιση, αλλ’ ο ήρωας Ταγματάρχης και οι άνδρες του αμύνονταν του πατρίου εδάφους με πείσμα και ανδρεία.

Γύρω στις 10:00 π.μ. η γραμμή της άμυνας στην περιοχή είχε διασπαστεί και τα τουρκικά άρματα είχαν μπει στον δρόμο Λευκωσίας – Αμμοχώστου. Το δράμα άρχισε να ολοκληρώνεται. Σε μια ύστατη προσπάθεια απόκρουσης των προελαυνόντων τουρκικών αρμάτων με τη δημιουργία νέας αμυντικής γραμμής και αφού εξασφάλισε την ομαλή αναδίπλωση των ανδρών του για αποφυγή της αποκοπής τους στην ήδη καταλυμένη περιοχή, ο Ταγματάρχης Μάρκου κινήθηκε βόρεια, προς την περιοχή της Κυθραίας, μαζί με δύο από τους άνδρες του. Λίγο αργότερα διέταξε τους δύο άνδρες του να φύγουν και ο ίδιος κινήθηκε προς την περιοχή του Κεφαλόβρυσου Κυθραίας. Η τελευταία επαφή με τον Ταγματάρχη Τάσο Μάρκου έγινε μέσω ασυρμάτου από τον Διοικητή του Τακτικού Συγκροτήματος Κυθραίας, το απόγευμα της 15ης Αυγούστου 1974. Έκτοτε παραμένει αγνοούμενος.

Ο Ταγματάρχης Τάσος Μάρκου, πιστός στον όρκο του Έλληνα αξιωματικού παρέμεινε αμετακίνητος επί των επάλξεων της άμυνας της πατρίδας του, πολέμησε με απαράμιλλο ηρωισμό, θάρρος και αυταπάρνηση και αποτελεί σήμερα την ηρωικότερη μορφή μεταξύ των Ελλήνων Κυπρίων Αξιωματικών. Τέτοιους άνδρες και τέτοιους αξιωματικούς γέννησε η μικρή Κύπρος. Η πατρίδα, εκτιμώντας το μέγεθος του ηρωισμού του και αποδίδοντας σε αυτόν την αρμόζουσα τιμή, προήγαγε τον Τάσο Μάρκου στον βαθμό του Υποστράτηγου, την 26η Οκτωβρίου 2002. Απέδωσε δε, προς τιμήν του ήρωα αξιωματικού, το όνομά του σε ένα από τα μεγαλύτερα στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς.

Ο Αντισυνταγματάρχης Εμμανουήλ Χατζηδάκης και ο Ταγματάρχης Τάσος Μάρκου

Σε όλη αυτή την πορεία τους οι Τούρκοι, από την κοιλάδα της Μεσσαορίας, έδωσαν λίγες μάχες μέχρι να φτάσουν στην Αμμόχωστο. Στις 15 Αυγούστου, το εφεδρικό τάγμα 341, ενισχυμένο με 3 άρματα Τ-34, προσπαθούσε να αμυνθεί δυτικά της Αμμοχώστου. Οι άλλες δυνάμεις υποχώρησαν στη Λάρνακα και στη Γραμμή Τρόοδους. Στις 14:00 οι Ελληνοκύπριοι του τάγματος είδαν τρία τουρκικά τεθωρακισμένα άρματα Μ48 να πλησιάζουν και, αντιλαμβανόμενοι πως ήταν απομονωμένοι, υποχώρησαν στις 17:00. Τα πρώτα τουρκικά άρματα μπήκαν στην Αμμόχωστο στις 17:30 της 15ης Αυγούστου 1974. Ενώθηκαν με τον εκεί τουρκοκυπριακό θύλακα, αλλά δεν προχώρησαν στις ελληνοκυπριακές περιοχές.

Οι Τούρκοι παρέμεναν διστακτικοί σε αυτή την προώθησή τους, διότι όπως αναφέρει ο Τούρκος Δρ. Γ. Κιουτσούκ (τότε Αξιωματικός του Στρατού εισβολής) στο βιβλίο της Σ. Ιορδανίδου «Νταλγκά, Νταλγκά», οι πληροφορίες που είχαν ήταν ότι «οι Έλληνες μάζεψαν πολύ στρατό και θα επιτεθούν!». Όπως αναφέρει, το βράδυ πριν την προέλασή τους προς την Αμμόχωστο, έμειναν άυπνοι, περιμένοντας τους Έλληνες να τους ορμήσουν! Μα ακόμα και όταν έφτασαν στην Αμμόχωστο οι Τούρκοι δίσταζαν να μπουν στην πόλη. Δεν μπορούσαν ποτέ να φανταστούν ότι την υπεράσπιζαν μερικές -χωρίς πυρομαχικά- διμοιρίες…

Προχωρώντας οι Τούρκοι διέπραξαν τρομερές κτηνωδίες απέναντι στους τραυματίες ή τους αιχμάλωτους Εθνοφρουρούς. Τους μεν αιχμάλωτους άνδρες της ΕΦ τους εκτελούσαν ομαδικά (ομολογία του Δρ. Γ. Κιουτσούκ), τους δε τραυματίες, τους άφηναν στον δρόμο και με εξαιρετικό σαδισμό, πέρναγαν από πάνω τους οι ερπύστριες των τάνκς (μαρτυρίες επιζώντων στρατιωτών στο ΓΕΕΦ). Σε ό,τι αφορά τους αμάχους που δεν πρόλαβαν να φύγουν από τα σπίτια τους ή έμειναν εγκλωβισμένοι στα χωριά τους, το βιβλίο του Ρ. Αλασόρ (Κούρδου που υπηρετούσε στον Τουρκικό Στρατό εισβολής) «Διαταγή: Εκτελέστε τους αιχμαλώτους», δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας για την τραγική τύχη τους. Ομαδικές εν ψυχρώ εκτελέσεις, βιασμοί γυναικών ανεξαρτήτως ηλικίας, κακοποιήσεις παιδιών και γερόντων…

Όπως είχε πει ο Βίκτωρ Ουγκώ:

«Παντού φωτιά και θάνατος… από εδώ πέρασαν Τούρκοι …».

Πηγή: defencenet.gr, pronews.gr, mixanitouxronou.com.cy, pyrovolitis.org.cy, famagusta.org.cy, kathimerini.gr

kimintenia.wordpress.com

Σχολιάστε