Η μαρτυρική Άσσια και η ιερή μνήμη των Αγνοουμένων

Η Άσσια, κατεχόμενη κοινότητα της επαρχίας Αμμοχώστου, είναι πρώτη στη λίστα των τόπων εξαφάνισης Αγνοουμένων, με 105 ανθρώπους της, των οποίων τα ίχνη χάθηκαν κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, τον Αύγουστο του 1974. Δεν υπάρχει άνθρωπος από την Άσσια που να μην έχει χάσει έστω ένα προσφιλές πρόσωπο τις μέρες της εισβολής. Όλα τα εγκλήματα πολέμου που έχουν διαπράξει τα Τουρκικά στρατεύματα κατοχής και τ/κ συνεργάτες τους στην Κύπρο, μεταξύ των οποίων και αυτό που διεπράχθη στην Άσσια, παραμένουν ατιμώρητα έως και σήμερα. Οι Ασσιώτες αρνούνται να δεχτούν υπολείμματα μόνο λειψάνων Αγνοουμένων συγγενών τους. Ζητούν να αναγνωριστεί ότι η αιτία θανάτου τους δεν ήταν «άγνωστη», όπως αναγράφεται στα οικεία πιστοποιητικά, αλλ’ η εν ψυχρώ δολοφονία τους από τα τουρκικά στρατεύματα και πως οι εκτελέσεις και οι εκτοπισμοί αμάχων, που συντελέσθηκαν στην Άσσια και τις γύρω περιοχές, συνιστούν εγκλήματα πολέμου.

Η Άσσια είναι κατεχόμενη κοινότητα της επαρχίας Αμμοχώστου. Οι κάτοικοί της βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα και της βαρβαρότητας των τουρκικών στρατευμάτων εκείνη την αποφράδα ημέρα της 14ης Αυγούστου 1974. Το χωριό δεν είχε τμήματα της εθνοφρουράς να το προστατεύουν και η φρούρησή του ήταν υποτυπώδης. Χωρίς καμία προειδοποίηση και χωρίς να σημειωθούν μάχες στην περιοχή, τα τουρκικά στρατεύματα κατέλαβαν την Άσσια στις 14 Αυγούστου 1974, ώρα 13:45, ημέρα Τετάρτη.

Αρκετοί πρόλαβαν να διαφύγουν, όμως ένας σημαντικός αριθμός Ασσιωτών, που υπολογίζεται σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις γύρω στους 900-1.000 (ο ακριβής αριθμός δεν έγινε κατορθωτό να τεκμηριωθεί), από σύνολο περίπου 2.700 κατοίκων, παρέμειναν εγκλωβισμένοι για να βιώσουν δύο εβδομάδες ωμής βίας, εκφοβισμού και ωμοτήτων. Δεκατρείς αθώοι πολίτες εκτελέσθηκαν εν ψυχρώ τις πρώτες ώρες της κατάληψης του χωριού. Όλοι οι άνδρες και μεγάλος αριθμός εφήβων συνελήφθησαν και τελούσαν αιχμάλωτοι του τουρκικού στρατού. Οι γυναίκες και τα παιδιά βίωσαν ανείπωτες κακουχίες, τον οργανωμένο εκφοβισμό και εξευτελισμό, πείνα, δίψα και τη συστηματική λεηλασία της περιουσίας τους από τον Τουρκικό στρατό και Τουρκοκυπρίους από γειτονικά χωριά.

Μετά την βίαιη εκδίωξη των κατοίκων μεταξύ 23ης και 28ης Αυγούστου 1974 και την ολοκλήρωση της ανταλλαγής αιχμαλώτων τους επομένους μήνες, 84 Ασσιώτες δεν επέστρεψαν ποτέ. Η περίπτωση των Ασσιωτών αγνοουμένων είναι πολύ καλά τεκμηριωμένη. Η τεράστια πλειοψηφία (70 άτομα) ήταν πολίτες μη στρατεύσιμοι, 11 ήταν έφεδροι και 3 στρατιώτες. Μια προσεκτική εξέταση των στατιστικών στοιχείων που αφορούν τους αγνοούμενους της Κύπρου, φανερώνει την τραγική περίπτωση της Άσσιας. Η πιο κάτω ανάλυση μας βασίζεται στα στατιστικά στοιχεία που εντοπίσαμε στην επίσημη ιστοσελίδα της Παγκύπριας Επιτροπής Αδήλωτων Αιχμαλώτων και Συγγενών Αγνοουμένων. 

Οι 70 εκτελεσθέντες στο Ορνίθι

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία έχουμε τ’ ακόλουθα δεδομένα για τους Αγνοούμενους του 1974:

Τόπος Καταγωγής: Πρώτη στη λίστα η Λευκωσία με 90 αγνοούμενους με την Άσσια να ακολουθεί στη 2η θέση με 84 και την Αμμόχωστο στη 3η θέση με 75.

Τόποι Εξαφάνισης: Η Άσσια είναι πρώτη στην κατάταξη με 105 ανθρώπους και ακολουθούν η Κερύνεια και η Λάπηθος με 94 και 90, αντίστοιχα.

Παιδιά Αγνοούμενα:  8 παιδιά κάτω των 18.  Αυτοί είναι οι, Γεωργάκης Α. Εγγλέζου ετών 11, Χριστάκης Α. Εγγλέζου ετών 14, Αντωνάκης Γ. Εγγλέζου ετών 16, Γιαννάκης Γ. Εγγλέζου ετών 18, Χριστάκης Μαλιάππη ετών 15, Ανδρέας Κασάπης ετών 17, Παναγιώτης Λοϊζου ετών 17 και Κωνσταντίνος Ν. Ξενοφώντος ετών 17.

Συνταξιούχοι: Από τους 316 πολίτες πέραν των 60 ετών που αγνοούνται οι 21 είναι από την Άσσια.

Άμαχοι: Από τους 613 άμαχους πολίτες, που αγνοούνται, οι 96 εξαφανίστηκαν στην Άσσια που αντιπροσωπεύουν το 15.6% του συνόλου.

Η Άσσια είναι πρώτη στη λίστα του Τόπου Εξαφάνισης αγνοουμένων με 105 άτομα. 76 από αυτούς ήταν κάτοικοι της Άσσιας και άλλα 29 άτομα από άλλα χωριά, που βρήκαν καταφύγιο στο χωριό στην προσπάθειά τους να προφυλαχθούν από την περιοχή των μαχών. Άλλοι οκτώ Ασσιώτες, των οποίων αγνοείται η τύχη, εξαφανίσθηκαν σε άλλες περιοχές της Κύπρου (Αγκαστίνα 1, Αφάνεια 1, Δίκωμο 1, Κοντέα 4, Τράχωνας 1). Ο Ασσιώτης Ανδρέας Κασάπης, ο 17 χρόνος τότε Αμερικανός πολίτης, ήταν ο πρώτος αγνοούμενος της Τουρκικής εισβολής του οποίου τα λείψανα εντοπίστηκαν και ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο του DNA, το Μάρτιο του 1998.  Αυτό έγινε κατορθωτό μετά από πολύχρονες και επίπονες προσπάθειες του πατέρα του Κώστα Α. Κασάπη και με την ενεργό συμπαράσταση της Ελληνοαμερικανικής κοινότητας και Αμερικανών Βουλευτών και Γερουσιαστών.  Η πιο τραγική περίπτωση των αγνοούμενων της Άσσιας είναι αναμφισβήτητα η περίπτωση της οικογένειας Εγγλέζου της οποίας επτά μέλη, συμπεριλαμβανομένου του γαμπρού της οικογένειας, Αρτέμη Φραγκοπούλου, χάθηκαν μετά την σύλληψή τους από το σπίτι τους. Τέσσερα μέλη της εν λόγω οικογένειας είχαν ηλικία από 11 μέχρι 18 ετών τότε.

Ομαδικός τάφος Ελληνοκυπρίων Αγνοουμένων στο Ορνίθι

Το έγκλημα πολέμου που διαπράχθηκε στην Άσσια

Στις 21 Αυγούστου 1974 με μία ευρείας κλίμακας εκκαθαριστική επιχείρηση τα Τουρκικά στρατεύματα κατοχής συνεπικουρούμενα από μικρό αριθμό ενόπλων Τουρκοκυπρίων από γειτονικά χωριά -τα ονόματα των οποίων είναι σήμερα γνωστά στις αρχές- οδήγησαν όλους τους εγκλωβισμένους άμαχους πολίτες της Άσσιας, που σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις αριθμούσαν περί τους 900-1.000 ανθρώπους, στην πλατεία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην πάνω ενορία της Άσσιας. Εκεί, Τούρκοι αξιωματικοί διαχώρισαν τα γυναικόπαιδα από όλους τους άνδρες και νεαρούς εφήβους 14-15 ετών και πάνω.

Όλους τους άνδρες τους έδεσαν με ττέλι και έριξαν πολλούς από αυτούς σαν ζώα πάνω σε τρία φορτηγά αυτοκίνητα. Συνολικά 107 συλληφθέντες άνδρες και νέοι συνοδευόμενοι από Τούρκους στρατιώτες και αξιωματικούς οδηγήθηκαν στο γκαράζ Παυλίδη στη Λευκωσία με ενδιάμεσο σταθμό σε αγροτική περιοχή του γειτονικού χωριού Αγυά Κεπήρ.  Στο γκαράζ Παυλίδη Τουρκοκύπριος αστυνομικός επ’ ονόματι Αλί Ριζά επέλεξε 37 άτομα -όλους κάτω των 50 ετών- να αποβιβαστούν και για τους υπόλοιπους 70 (σχεδόν όλοι πάνω των 50 ετών) εδόθη οδηγία να επιστρέψουν στο χωριό, προφανώς λόγω του προχωρημένου της ηλικίας τους.  Αυτή η ομάδα των 70 αμάχων πολιτών είναι η γνωστή πλέον περίπτωση που εντοπίστηκε σε δύο ομαδικούς τάφους στο Ορνίθι. Το έγκλημα στο Ορνίθι αποτελεί το μεγαλύτερο έγκλημα πολέμου εναντίον αμάχων πολιτών που διέπραξε ο Τουρκικός στρατός στην Κύπρο το 1974. Τα στοιχεία που τεκμηριώνουν αυτό το φρικαλέο έγκλημα πολέμου είναι αδιάσειστα. Το μαρτυρούν οι εκατοντάδες πολίτες που ήταν παρόντες κατά τη σύλληψή τους, οι δεκάδες άνδρες και νέοι που ήταν μαζί τους στα ίδια φορτηγά μέχρι το γκαράζ Παυλίδη, αλλά και η συγκλονιστική μαρτυρία που υπάρχει από Τουρκικές πηγές, όπως έχει καταγραφεί στο βιβλίο του Ρόνι Αλάσορ, «Διαταγή Εκτέλεστε τους Αιχμαλώτους», στις σελ. 117-119, κάτω από τον τίτλο «Φορτώστε τους στο τρένο».

Μέρες συμφοράς (φωτ. Δώρος Παρτασίδης, assia.org.cy)

70 άμαχοι εκτελούνται εν ψυχρώ στο Ορνίθι

Η αρχαιολογική και ανθρωπολογική διερεύνηση των δύο ομαδικών τάφων στο Ορνίθι, που πραγματοποίησε η ΔΕΑ, μεταξύ 2009-2010, έφερε στο φως ένα διπλό έγκλημα πολέμου. Όπως πιστοποιήθηκε από τα ευρήματα οι κατοχικές αρχές προέβησαν σε εσκεμμένη και οργανωμένη εκταφή και μετακίνηση των οστών (πληροφορίες τοποθετούν χρονικά την μετακίνηση στα μέσα της δεκαετίας του 1990) σε μια προσπάθεια να  εξαφανίσουν τα τεκμήρια του εγκλήματος. Από εκείνη την επιχείρηση σώθηκαν ολοκληρωμένα τα οστά μόνον τεσσάρων ανθρώπων και σημαντικό μέρος άλλων τριών. Μερικά από αυτά βρέθηκαν εντός λαγουμιών που συγκοινωνούσαν με γειτονικά πηγάδια, γεγονός που ενισχύει την μαρτυρία του στρατιώτη Ο. Σαατ στην προαναφερθείσα Τουρκική μαρτυρία, ότι κάποιοι ρίχθηκαν στα πηγάδια, ενώ ήταν ακόμα ζωντανοί. Για τους υπόλοιπους της ομάδας ανευρέθηκαν μόνο κάποια τεμάχια ή θραύσματα οστών.

Τα γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν ομαδικά σε μικρό αριθμό σπιτιών στην κάτω ενορία του χωριού (ανατολικό μέρος), όπου κυριολεκτικά στοιβάχτηκαν σαν σαρδέλες ζώντας κάτω από συνθήκες φόβου, έλλειψης τροφής, κατάλληλου πόσιμου νερού, ηλεκτροδότησης και γενικά σε άθλιες συνθήκες υγιεινής. Πρώτιστο μέλημα των μεγαλυτέρων γυναικών ήταν να προστατέψουν τις νεαρές κοπέλες από πιθανούς βιασμούς. Τις είχαν ντύσει σαν γριές, με μαύρα ρούχα και μαύρο μαντίλι (κουρούκλα) που κάλυπτε σχεδόν όλο τους το πρόσωπο και τις έκρυβαν σε διάφορα σημεία, όπως κάτω από τα κρεβάτια, μέσα σε ερμάρια και όπου αλλού μπορούσαν. Σαν ασπίδα κάθονταν κοντά στην είσοδο οι γριές και τα μικρά παιδιά που με το κλάμα τους, όταν εμφανίζονταν οι Τούρκοι, προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ένα συναισθηματικό πέπλο προστασίας για το σύνολο και για τις νεαρές κοπέλες ειδικότερα.

Στο υπόλοιπο χωριό, εν τω μεταξύ, γινόταν ένα ανελέητο πλιάτσικο από Τουκοκυπρίους των γειτονικών χωριών. Όλα τα σπίτια εκκενώνονταν συστηματικά. Έπιπλα, οικιακά σκεύη, ρουχισμός, τα ζώα, όπου βρέθηκαν σε κοπάδια ή σε αυλές και μάντρες, λεηλατήθηκαν. Μέχρι και το ττέλι που κρέμαζαν ρούχα οι οικοκυρές υπάρχουν μαρτυρίες ότι σήκωναν και έπαιρναν μαζί τους οι πλιατσικολόγοι.. Μέσα σε λίγες μέρες τα σπίτια στο χωριό μετατρέπονταν από ζωντανές οικίες σε τοίχους ξερούς. Το χωριό δεν ήταν πλέον βιώσιμο, το σκηνικό της κόλασης συμπλήρωνε η μυρωδιά του θανάτου που αναδυόταν παντού μέσα στο χωριό. Οι Τούρκοι σκόπιμα άφησαν τους πλείστους νεκρούς άταφους για τουλάχιστον πέντε μέρες που μαζί με ζώα που είχαν πεθάνει από την δίψα, δημιούργησαν τέτοιες συνθήκες ούτως ώστε να απαιτούν τα ίδια τα γυναικόπαιδα να τους αφήσουν να φύγουν από την ζωντανή κόλαση που δημιούργησαν.  Έτσι και έγινε, από τις 23 μέχρι και τις 28 Αυγούστου, όλος ο πληθυσμός της Άσσιας εκδιώχθηκε από το χωριό μέσω Περγάμου και Τρούλλων στην επαρχία Λάρνακας.

Αναμφίβολα η Άσσια υπήρξε η σκηνή, όπου διαδραματίστηκε μια από τις τραγικότερες παραστάσεις της Κυπριακής τραγωδίας του 1974. Δεν υπάρχει άτομο στην Άσσια που να μην έχει χάσει πατέρα, παιδί, αδελφό ή αδελφή, θείο ή θεία, τον καλό του γείτονα ή το στενό φίλο των νεανικών του χρόνων. Οι Ασσιώτες και όσοι έτυχαν να εγκλωβιστούν στο χωριό εκείνη τη μέρα, βιώσαν για δύο εβδομάδες την βαρβαρότητα της τουρκικής πολεμικής μηχανής και έζησαν από πρώτο χέρι τον μηχανισμό της καταστροφής και του εθνικού ξεκαθαρίσματος.

Όλα τα εγκλήματα πολέμου που έχουν διαπράξει τα Τουρκικά στρατεύματα κατοχής και τ/κ συνεργάτες τους στην Κύπρο, μεταξύ των οποίων και αυτό που διεπράχθη στην κατεχόμενη Άσσια, παραμένουν ατιμώρητα έως και σήμερα.

Παλαιά αγροτική κατοικία Ελληνοκυπρίων στην Άσσια

Οι Ασσιώτες θυμούνται…

Οργή, πίκρα, απογοήτευση, θλίψη, αγανάκτηση, πόνο, αλλά και απύθμενη αγάπη και σεβασμό προς τα αγαπημένα πρόσωπα που είδαν για τελευταία φορά το μαύρο καλοκαίρι του 1974, κρύβουν οι συγκλονιστικές μαρτυρίες ατόμων που είχαν συλληφθεί από τους Τούρκους στην άσσια μαζί με τους 70 άμαχους πολίτες οι οποίοι στη συνέχεια δολοφονήθηκαν στο χωριό Ορνίθι, καθώς και συγγενών των αγνοουμένων της Άσσιας. Περιγράφουν τα βάσανα που έζησαν στα χέρια των Τούρκων μετά την κατάληψη της Άσσιας την 14η Αυγούστου του 1974 και τον ψυχολογικό πόλεμο που τους έκαναν. Άλλοι πάλι θυμούνται τις τελευταίες στιγμές που είδαν τα συγγενικά ή φιλικά τους πρόσωπα, που στη συνέχεια καταγράφηκαν στη λίστα με τα ονόματα των αγνοουμένων, και ζητούν όπως τα λείψανα που τους δίδονται, μετά την ταυτοποίηση με τη μέθοδο του DNA, να μην είναι ελλειπή αλλά να εξαντλούνται όλες οι προσπάθειες εντοπισμού οστών και στους χώρους όπου αυτά μετακινήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990.

Οι μαρτυρίες των ατόμων αυτών παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο δημοσιογραφικής διάσκεψης που διοργάνωσε στη Λευκωσία, το 2014, η κοινοτική Αρχή Άσσιας. Ο Δημήτρης Κασάπης θυμάται όσα ακολούθησαν της σύλληψής του, αναφέροντας μεταξύ άλλων πως είχε δει ένα χωράφι με ανοικτούς τάφους, στους οποίους προφανώς οι Τούρκοι σκέφτονταν να τους ρίξουν όταν τους σκότωναν. Όπως ανέφερε αυτόν μαζί με κάποιους άλλους τους άφησαν στο Γκαράζ Παυλίδη και τους άλλους τους απομάκρυναν με τα φορτηγά. Μεταφέρθηκε μαζί με άλλους στα Άδανα και στη συνέχεια σε μια άλλη φυλακή βορειοανατολικά της Τουρκίας. Τους μετέφεραν πίσω στην Κύπρο και τους άφησαν ελεύθερους τον Οκτώβρη του 1974.

Ο Κυριάκος Σίσκος θυμάται πως όταν οι Τούρκοι μπήκαν στο σπίτι τους πυροβολώντας στον αέρα συνέλαβαν τον πατέρα του, τον πήραν στο απέναντι σπίτι και τον σκότωσαν, πυροβολώντας τον. Στη συνέχεια όταν βγήκαν έξω από το σπίτι ο ίδιος δέχθηκε πυροβολισμό στον ώμο από Τούρκο στρατιώτη. Τελικά αφού κατάφερε να κρυφτεί μέχρι να νυχτώσει, τον έκρυψαν σε ένα σπίτι όπου έτυχε υποτυπώδους περίθαλψης. Μετά από όμως εβδομάδα συνελήφθη μαζί με άλλους χωριανούς. Στο Γκαράζ Παυλίδη όπου μεταφέρθηκαν εξετάστηκε από άτομα του Ερυθρού Σταυρού. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο για περίθαλψη. Εκεί, περιγράφει, ένας Τούρκος στρατιώτης καθημερινά τον σημάδευε με το πιστόλι και του έκανε ψυχολογικό πόλεμο.

Ο Χριστάκης Παναγή θυμάται έντονα τις στιγμές που είδε για τελευταία φορά τον πατέρα του, πριν τον συλλάβουν οι Τούρκοι, και αυτός είπε στη μάνα του “Το μωρό και τα μάτια σου”. Τώρα εκφράζει το έντονο παράπονό του γιατί αυτό που του ζητείται, όπως λέει, μέσω της διαδικασίας που ακολουθείται στο πλαίσιο της ΔΕΑ, είναι να κηδεύσει ψήγματα οστών του πατέρα του μήκους δυο εκατοστών, κάτι που ο ίδιος δεν μπορεί να δεχθεί.

Ομαδικός τάφος αγνοουμένων στο Ορνίθι

Ο κοινοτάρχης Άσσιας, Γεώργιος Ιωάννου, ανέφερε πως από τους 84 Ασσιώτες αγνοουμένους, ηλικίας 11-84 χρόνων, 52 ενήλικες άνω των 50 ετών είχαν οδηγηθεί στο Γκαράζ Παυλίδη μαζί με  άλλους σε τρία φορτηγά στις 21 Αυγούστου. Εκεί κατέβηκαν 37 από τους συνολικά 107 αιχμαλώτους, και στη συνέχεια τα φορτηγά οδηγήθηκαν σε άγνωστη κατεύθυνση. Η ομάδα κατέληξε στην περιοχή Ορνίθι, δυτικά της Αφάνειας και εκεί, όλοι οι αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν εν ψυχρώ από αξιωματικούς και στρατιώτες του Αττίλα.  Τα σώματά τους ρίχθηκαν σε δύο πηγάδια. Το 2009, οι έρευνες της ΔΕΑ οδήγησαν στον εντοπισμό των ομαδικών τάφων στο Ορνίθι και των σημείων ταφής άλλων δέκα από τους αγνοούμενους που εξαφανίστηκαν στην Άσσια, πρόσθεσε. Οι έρευνες επιβεβαίωσαν, σημείωσε ο κ. Ιωάννου, τις φήμες που κυκλοφορούσαν ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο τουρκικός κατοχικός στρατός οργάνωσε επιχείρηση αφαίρεσης των λειψάνων από τα πηγάδια στο Ορνίθι και τα μετέφερε σε άγνωστο μέρος, σε μια προσπάθεια συγκάλυψης ενός από τα μαζικότερα εγκλήματα πολέμου που διέπραξε το 1974.

«Κατά συνέπεια αυτού του απάνθρωπου εγκλήματος, οι συγγενείς καλούνται σήμερα να παραλάβουν ελάχιστα οστά και θραύσματα οστών και στην πραγματικότητα υποχρεώνονται να κηδεύσουν άδεια φέρετρα. Για μας τους Ασσιώτες, αυτό είναι απαράδεχτο και θεωρούμε πως δεν έπρεπε να γίνει χωρίς να εξαντληθούν πρώτα όλες οι προσπάθειες εντοπισμού του νέου χώρου ταφής”, υπογράμμισε ο κ. Ιωάννου». Πρόσθεσε πως οι οικογένειες έπρεπε να ενημερωθούν για τις ταυτοποιήσεις αλλά δεν έπρεπε να υποβληθούν στο μαρτύριο των άδειων φερέτρων. «Η ψυχική δοκιμασία να ξέρεις ότι θάβεις δυο κόκαλα από τον άνθρωπό σου ξέροντας ότι το υπόλοιπο λείψανο βρίσκεται κάπου κρυμμένο από την κατοχική δύναμη είναι μαρτύριο αβάσταχτο και αυτό το ομολογούν και οι οικογένειες που αποφάσισαν να παραλάβουν από τη ΔΕΑ τα ψήγματα των λειψάνων που τους προσφέρθηκαν», επεσήμανε.

Έκανε ακόμη λόγο για «στασιμότητα στην οποία έχουν περιέλθει οι έρευνες της ΔΕΑ αναφορικά με την ομάδα των Ασσιωτών που εξαφανίστηκε μέσα στο χωριό και αλλού» και κάλεσε τη ΔΕΑ να δεσμευτεί ότι θα εντείνει τις προσπάθειές της για εντοπισμό και των άλλων 22 ατόμων πέραν των 10 που έχουν ήδη ανευρεθεί και ταφεί. Σημείωσε ακόμη το πρόβλημα που αφορά τα ιατροδικαστικά πιστοποιητικά θανάτου και την ανεπαρκέστατη, όπως σημείωσε, έκθεση γεγονότων εξαφάνισης και εντοπισμού των λειψάνων αγνοούμενου προσώπου που εκδίδει η ΔΕΑ προς τους συγγενείς με την παράδοση των λειψάνων, «τα οποία εν πολλοίς δίνουν συγχωροχάρτι στην Τουρκία», όπως ανέφερε. «Όταν παίρνεις ένα πιστοποιητικό που γράφει ότι η αιτία θανάτου του δικού σου είναι «άγνωστη», λόγω ανεπαρκών τεκμηρίων, είναι σαν να σου ζητούν να ξεχάσεις ότι τον πήραν αιχμάλωτο οι Τούρκοι εισβολείς και τον δολοφόνησαν. Παράλληλα η έκθεση της ΔΕΑ κάνει μια απλή αναφορά στην ημερομηνία σύλληψης και τον τρόπο σύλληψης και ακολούθως απλά αναφέρει το χώρο ανεύρεσης των λειψάνων», επεσήμανε.

Υπογράμμισε πως ζητούν από το Γενικό Εισαγγελέα να παρέμβει και να διορθώσει «αυτή την απαράδεχτη κατάσταση. Οι δικοί μας είναι θύματα προμελετημένης και εν ψυχρώ δολοφονίας. Το ελάχιστο που περιμένουμε είναι να αναγνωριστεί αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός, είτε υπάρχουν κρανία με τρύπες από χαριστικές βολές, είτε υπάρχουν μόνο μερικά θραύσματα οστών που ανήκουν στους δικούς μας που πιάστηκαν αιχμάλωτοι και εκτελέστηκαν από τους Τούρκους εισβολείς», επεσήμανε. Ο κ. Ιωάννου επανέλαβε εξ άλλου το αίτημα για τιμωρία των δολοφόνων. Σημείωσε πως «η απόφαση του ΕΔΑΔ να μας παραπέμπει, όπως και στις περιπτώσεις των περιουσιών, στα δικαστικά όργανα της κατοχικής δύναμης, είναι λανθασμένη και έξω από κάθε λογική». «Ζητούμε από την Κυπριακή Δημοκρατία να καταγγείλει αυτή την αλλοπρόσαλλη απόφαση στο Συμβούλιο της Ευρώπης και να ζητήσει ανάκληση όλων των αποφάσεων που αναγκάζουν τα θύματα εγκληματικών πράξεων να αποτείνονται στους θύτες τους για δικαίωση», υπογράμμισε ο κ. Ιωάννου. Ερωτηθείς για το ενδεχόμενο λήψεως νομικών μέτρων, ο κ. Ιωάννου είπε πως κάποια συμφωνία που έγινε το 1981 τους περιορίζει ως προς την κατεύθυνση αυτή. Πρόσθεσε πως έχει ευθύνη η κυβέρνηση να αναθεωρήσει τη συμφωνία που έγινε τότε για να βρουν δικαίωση οι άνθρωποι που χάθηκαν και τα παιδιά τους.

Μέρες συμφοράς (φωτ. Δώρος Παρτασίδης, assia.org.cy)

Η συγκλονιστική μαρτυρία της Σπυρούλας Δαυίδ

Εξίμισι χρονών ήταν η Σπυρούλα Δαυίδ, όταν είδε τελευταία φορά τον πατέρα της, στον καφενέ της Άσσιας, τον Αύγουστο του ’74. Τότε όλα έγιναν βιαστικά: Από το γειτονικό σπίτι του θείου τους Λούκα Γεωργιάδη, όπου είχαν μαζευτεί κοντά 200 άτομα από την Άσσια και τα γειτονικά χωριά, καθώς ως Αμερικανός υπήκοος είχε υψώσει την αμερικανική σημαία για προστασία, ο τουρκικός στρατός τους διέταξε να βγουν έξω, ώστε να τους μετρήσουν και να τους μοιράσουν τρόφιμα, όπως νόμιζαν. Οι άντρες έμειναν στον καφενέ και τα γυναικόπαιδα τα πήραν σε ένα σπίτι έξω από το χωριό. Και δεν ξαναντάμωσαν. Ο πατέρας της, Φραγκόπουλος Δαυίδ, έμεινε για πάντα 46 ετών… Κι επέστρεψε μόλις πρόσφατα στην ζωή της, συμπτωματικά σε παρόμοια ηλικία κι εκείνη σήμερα, ως μια χούφτα κόκαλα.

Ήταν ένας από τους 70 άντρες που, σύμφωνα με μαρτυρίες που καταγράφονται και στο βιβλίο ενός Τούρκου, εκτελέστηκαν εν ψυχρώ στην τοποθεσία Ορνίθι, όπου είχαν μεταφερθεί μετά από μέρες αιχμαλωσίας στο Γκαράζ Παυλίδη. Τα λείψανά τους βρέθηκαν σε δύο πηγάδια και ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο του DNA. Για εφτά από αυτούς, οι σκελετοί βρέθηκαν σχεδόν ολόκληροι. Για τους υπόλοιπους 63, παραδόθηκαν στους συγγενείς μόνο κάποια λίγα λείψανα, αφού είναι εμφανές πως στην τοποθεσία έγινε μεταγενέστερα εκταφή και μεταφορά τους σε άλλο μέρος.

Αρνούμενη να αποδεχθεί πως αυτό είναι ό,τι απέμεινε από τον πατέρα της, η Σπυρούλα Δαυίδ διεξάγει σήμερα μαζί με άλλους Ασσιώτες έναν αγώνα να εντοπιστούν και τα υπόλοιπα λείψανα των δεκάδων αγνοουμένων της Άσσιας, αλλά και για να εκδοθεί ένα πιστοποιητικό θανάτου που θα δηλώνει πως η αιτία θανάτου ήταν η δολοφονία αμάχων και όχι «άγνωστη», όπως γράφεται σήμερα. «Από κει και πέρα κάθε οικογένεια θα κάνει το καθήκον της όπως νιώθει», δήλωσε η κ. Δαυίδ.

Ξετυλίγοντας το νήμα της εξαφάνισης και της δύσκολης ζωής που ακολούθησε για την πολύτεκνη οικογένεια, η Σπυρούλα Δαυίδ θυμάται: «Ήμασταν αθώα παιδιά, αλλά θυμάμαι να διερωτώμαι τι κάνουν όλοι αυτοί που είχαν μαζευτεί στο σπίτι του θείου μου, γιατί είναι τρομαγμένοι. Ένιωθα ότι κάτι κακό γινόταν». Οι Τούρκοι χώρισαν τους άντρες σε νεαρούς και μεγαλύτερους. Τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια, 14 και 13 ετών, πήγαν με τους άντρες. Ο μικρότερος αδερφός της, 9 ετών κι η ίδια πήγαν με τα γυναικόπαιδα.

Η οικογένεια της Σπυρούλας Δαυίδ στην Άσσια πριν την εισβολή

Θυμάται έναν Τούρκο στρατιώτη, δάσκαλο που μιλούσε ελληνικά και συνόδευσε την ίδια, τη μητέρα της κι άλλη μια μητέρα με το παιδί της στο σπίτι τους για να πάρουν τρόφιμα. Όταν η μάνα της του ζήτησε να αφήσουν ένα σακάκι στα αγόρια της, στο καφενείο, για να μην κρυώσουν, εκείνος τους πήρε και τους φυγάδευσε στο σπίτι του Αμερικάνου για να σωθούν. Το ίδιο έκανε και με την ίδια, τη μητέρα της και τον αδερφό της την άλλη μέρα. Κι όταν ήρθε η ώρα να φύγουν από την Άσσια, ήταν ο ίδιος στρατιώτης που υποχρέωσε τον οδηγό του λεωφορείου να σταματήσει για να πάρουν την τσάντα με τα λιγοστά τους ρούχα που είχε πέσει στο δρόμο. «Όταν φεύγαμε, είπε στη μάνα μου, αν έχεις χρυσαφικά ή χρήματα, βάλτα στην τσαντούλα του μωρού και δεν θα την πειράξει κανείς εκείνη. Εκείνος ο άνθρωπος έδειξε πάρα πολλή ανθρωπιά».

Από την Άσσια ξεκίνησαν για τον καταυλισμό στο Δασάκι της Άχνας. Κι από κει σε διάφορους τόπους. Έξι τάξεις του δημοτικού τις έκανε σε τουλάχιστον δώδεκα σχολεία, μέχρι το ’79, όταν μητέρα και τα τέσσερα παιδιά κατέληξαν στη Λευκωσία, χωρίς συγγενείς, μονάχα για να ‘χουν τα παιδιά καλύτερη εκπαίδευση. Ο πατέρας απών. Πίσω στην Άσσια, ο Φραγκόπουλος Δαυίδ εργαζόταν ως πραματευτής. Είχε ένα μεγάλο άσπρο βαν και γύριζε και πουλούσε. Στην προσφυγιά, η μητέρα τους, ένα άβουλο ως τότε πλάσμα, αναγκάστηκε να αλλάξει. Τα πρώτα χρόνια δεν ήξερε να γράφει το όνομά της. Όταν χρειαζόταν να υπογράψει, έβαζε το δαχτυλικό της αποτύπωμα. Στην αρχή, για να ζήσουν γύριζε στα χωριά που ο πατέρας τους είχε οφειλές από πελάτες, Λευκωσία, Κλήρου, Λακατάμια. Μάζευε χρήματα και γρήγορα άρχισε να πουλά κιόλας πράματα.

Βοήθησαν οι προμηθευτές, την προμήθευαν έναντι. Αλλά και ο κόσμος, οι κυρίες στα χωριά, αγόραζαν σεντόνια και πετσέτες, λες και τα είχαν ανάγκη. «Της φέρονταν με αξιοπρέπεια και πολύ σεβασμό», θυμάται η κ. Δαυίδ, που συνόδευε τη μητέρα στη δουλειά, είτε αυτή ή ο αδερφός της, αφού η μάνα φοβόταν, «μια γυναίκα μόνη μου πού να πάω», έλεγε πάντα. Ώσπου τα πόδια της δεν άντεξαν την ταλαιπωρία και το ’79, μόλις εγκαταστάθηκαν στη Λευκωσία, άνοιξε περίπτερο. Και πάλι τους στήριξαν οι γείτονες, οι περίοικοι. Ένας πρώην μάστρος του Φραγκόπουλου τους έφερε λίγα έπιπλα. «Οι άνθρωποι μας έδωσαν περισσότερα από τις οργανώσεις», λέει η κ. Δαυίδ.

Όχι όμως όλοι. Μαθημένοι στην περηφάνεια -ή έπαρση, λέει η κ. Δαυίδ- της Άσσιας, να στέλνουν τα παιδιά σε ιδιωτικό σχολείο, η μάνα τους συνέχιζε να τους στέλνει στην Αμερικάνικη Ακαδημία και στην προσφυγιά. Τα πρώτα χρόνια ήταν μια Αμερικανίδα διευθύντρια, που είχε δεχτεί να φοιτούν τα παιδιά, και το καλοκαίρι να δουλεύουν για να τους πληρώνουν τα δίδακτρα της περασμένης χρονιάς. Ώσπου άλλαξε ο διευθυντής κι όταν ήρθε ο καιρός για τον μεγάλο γιο να πάει στρατό, αρνήθηκε να του δώσει απολυτήριο, επειδή δεν θα μπορούσε να εργαστεί το καλοκαίρι να πληρώσει. «Δαυίδ, παιδί μου, το ήξερες ότι είχατε πατέρα αγνοούμενο. Δεν ήταν σχολείο αυτό για σας», τους είπε. Κι εκείνη εξερράγη. «Πάντα ήμουν έτσι, θύμωνα εύκολα. Στην εκκλησία πολλές φορές έκαναν έρανο «για τα παιδιά των αγνοουμένων» και ήθελα πάντα να φωνάξω. «Ποια παιδιά των αγνοουμένων; Δεν πήραμε ποτέ τίποτα. Δεν το λέω μειονεκτικά, δεν μας έλειψε τίποτα. Το πρόσωπο μας έλειπε».

Εκδήλωση μνήμης για τους Αγνοουμένους της Άσσιας, το 2017 (assia.org.cy)

«Άκουγα τη λέξη αγνοούμενους και διερωτώμουν τι σημαίνει. Αλλά δεν μπορούσα να ρωτήσω, ποιον να ρωτούσα, τη μάνα μου που έκλαιγε όλη μέρα; Και γυρίζαμε όλη μέρα, από πορεία σε πορεία, μας έδιναν πίκετς και καρτερούσαμε και μας έλεγαν «Να τα κρατείτε ρε μωρά ψηλά και μπορεί να το δει κάποιος να το πει του παπά σας και να σας τον φέρουν πίσω». Και πιστεύαμε εμείς. Αλλά μόλις σβήναν οι κάμερες μας λέγαν «άτε ρε μωρά, εφύετε». Και καταλάβαινα πως κάτι δεν πάει καλά. Ώσπου κατάλαβε η μάνα μου πως μας χρησιμοποιούσαν και σταμάτησε ξαφνικά να μας παίρνει».

Κάθε δημοσίευμα τα πρώτα δέκα χρόνια, ότι είχαν βρει μηνύματα από αγνοούμενους, τους έδιναν ελπίδες ότι ο πατέρας μπορεί και να γυρίσει. Σήμερα η Σπυρούλα Δαυίδ πιστεύει πως ήταν συνειδητός εμπαιγμός. «Αφήναν πληροφορίες εσκεμμένα. Οι δικοί μας πρώτα κι ύστερα οι ξένοι, οι επιτροπές μας. Ήθελαν να συντηρήσουν το θέμα. Διότι αν δέχονταν ότι δεν ζούσαν, θα έπρεπε καταρχήν να πάρει κάποιος την ευθύνη, να δείξει και το δάχτυλο στην άλλη πλευρά και δεν θα το έκανε κανείς. Ακόμη κι αν είχαμε τη διάθεση να το κάνουμε, τι θα απογίνονταν όλες αυτές οι επιτροπές που δημιουργήθηκαν, τι λόγο ύπαρξης θα είχαν;». Μιλά και συχνά κλαίει. Αν και έχουν περάσει 40 χρόνια, τα συναισθήματα δεν έχουν αλλάξει, ακόμη κι αν τώρα ξέρει με σιγουριά πως είναι νεκρός και μπορεί να κάνει μια κάποια ταφή. Είναι ψυχολόγος και νιώθει διπλά άβολα που δεν μπορεί να ελέγξει τα συναισθήματα. «Ήμουν ένα μωρό αθώο, χαρούμενο, που έπαιζε μες στην αυλή με τα κατσικάκια. Ερχόταν ο παπάς μου μετά τη δουλειά να με πιάσει να πάμε στο καφενείο να του αγοράσω τσιγάρα και να μου πιάσει κι εμένα μια αφροζούα. Μου λείπει εκείνο το κενό, από τα 6 ως τα 46».

Βεβαίωση του Ερυθρού Σταυρού προς την οικογένεια «εγκλωβισμένου» Ελληνοκυπρίου (23 Σεπτ. 1974)

Τον περασμένο Οκτώβριο τους κάλεσε η ΔΕΑ να παραλάβουν τα λείψανα του πατέρα τους. Ήξεραν από το 2009 ότι βρέθηκε ο τάφος και επρόκειτο για μικρά μόνο οστά. Όταν άρχισαν να ειδοποιούν, προσευχόταν να ήταν ο πατέρας της τυχερός μες στην ατυχία του και να σκοτώθηκε από τους πρώτους, γιατί τους πρώτους που ρίξαν στα πηγάδια τους βρήκαν ολόκληρους, δεν μπόρεσε να τους βγάλει ο εκσκαφέας. Στις πρώτες κηδείες πήγαινε, ώσπου συνειδητοποίησε πως πάλι τους εκμεταλλεύονταν, αυτή τη φορά οι πολιτικοί. «Μιλούσαν 3-4 λεπτά το πολύ για το άτομο και μετά 12 λεπτά, αν ήταν δεξιοί για το τι έκανε το κόμμα τους κι αν ήταν αριστεροί μιλούσαν για το δικό τους. Αν είναι αριστεροί δεν καταδέχονται να μας πουν ότι δολοφονήθηκαν, λένε «χαθήκαν». Ο πατέρας μου ήταν γραμμένος αριστερός, αλλά δεν με ενδιαφέρει, δεν είμαι πολιτικοποιημένη».

Όταν ήρθε η δική τους σειρά, το σεντόνι στο εργαστήριο της ΔΕΑ ήταν σχεδόν άδειο. Εκεί που έπρεπε να εμφανίζεται ένας σκελετός, υπήρχαν δέκα μονάχα μικρά οστά. Δαχτυλάκια του ποδιού, δύο επογονατίδες, δύο από τον σπόνδυλο, δύο από τη γνάθο, δύο από το χέρι. «Δεν θέλω να το θυμάμαι. Σου λένε ότι αυτό το πράμα είναι ο πατέρας σου. Περιμένεις 40 χρόνια να κάνεις μια ταφή, ένα μνημόσυνο, δεν περιμέναμε να γυρίσει ζωντανός. Αλλά δεν μπορώ να το δεχτώ έτσι». Η ίδια, τα αδέρφια και η μάνα τους δεν δέχθηκαν να τα παραλάβουν. Τα οστά βρίσκονται προς το παρόν σε μια λειψανοθήκη με το όνομα και τη φωτογραφία του. «Από κείνη τη μέρα, ξεκίνησε ένας άλλος Γολγοθάς, ότι έγινα κι εγώ συνυπεύθυνη. Στις 31 του Οκτώβρη με κάποιον τρόπο ήρθε, κι εγώ τι έκανα; Έφυγα και τον άφησα, θεωρητικά για να το παλέψω, να τους παλέψω. Αλλά δεν μπορώ. Κάθε νύχτα του ζητάω συγγνώμη, κάθε νύχτα».

Μαζί με άλλους Ασσιώτες, η Σπυρούλα Δαυίδ ζητά από την πολιτεία να αναγνωρίσει ότι ο πατέρας της έπεσε θύμα εγκλήματος πολέμου, άμαχος ων. Αλλά κυρίως, να επιμείνει στην αναζήτηση και εύρεση και των υπολοίπων λειψάνων των 70 ανδρών που εκτελέστηκαν στο Ορνίθι. «Είμαι σίγουρη ότι μπορούν να βρουν κάτι παραπάνω. Αν μου δώσουν προστασία και 10.000 ευρώ θα μπορέσω να βρω πού είναι. Ένα χωριό τόσο μικρό και δεν μπορούν να τα βρουν; Από την ώρα που δόθηκε η πληροφορία για τα πηγάδια, που ήταν το έγκλημα, νομίζεις είναι τόσο δύσκολο να πουν πού τους μετέφεραν; Το 2004 που πήγαμε πρώτη φορά στο σπίτι μας στην Άσσια, μια γυναίκα μας άκουσε μες στο δρόμο και είπε «α, έχει κάτι πηγάδια εκεί που ρίξανε τους Ελληνοκύπριους. Αν πας στο καφενείο και ρωτήσεις και δώσεις και λίγα λεφτά θα μάθεις». Το μέλος της ΔΕΑ, Πολ – Ανρί Αρνί, διαβεβαίωσε τότε πως η Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων θα συνέχιζε να ερευνά για τον εντοπισμό των υπολοίπων λειψάνων της Άσσιας, καθώς και των πλέον των 1.000 αγνοουμένων σε όλο το νησί, που δεν είχαν ακόμη εντοπιστεί.

Μέρες συμφοράς (φωτ. Δώρος Παρτασίδης, assia.org.cy)

Ιστορικό των ερευνών

Το 1995 έφτασε στην Κύπρο, βάσει απόφασης του Κογκρέσου των ΗΠΑ (19/10/1994), αποστολή υπό τον πρέσβη Ρόμπερτ Ντίλον, προκειμένου να διερευνήσει την τύχη πέντε Αμερικανών πολιτών κυπριακής καταγωγής, των οποίων οι υποθέσεις είχαν υποβληθεί στη ΔΕΑ. Ένας εξ αυτών ήταν ο 16χρονος Ανδρέας Κασάπης από την Άσσια. Μερικά από τα οστά του εντοπίσθηκαν, αναγνωρίστηκαν με τη μέθοδο του DNA κι επεστράφησαν στην οικογένειά του για ταφή στις 22/06/1998. Για τον φόβο των Αμερικανών, ο κατοχικός στρατός έσπευσε στο Ορνίθι, όπου ήταν ο ομαδικός τάφος των 80 Ασσιωτών, μεταξύ των οποίων και ενός ακόμη Αμερικανού υπηκόου, και με εκσκαφείς και φορτηγά μετακίνησε τα οστά. Ιδού τι έγραψε σχετικά το Μάρτιο του 2014 σε έκθεση που υπέβαλε στον Πρόεδρο Αναστασιάδη ο τότε Πρέσβης Θεόφιλος Θεοφίλου:

«Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’90 ο τάφος τους (των Ασσιωτών) διαταράχθηκε και τα οστά τους μεταφέρθηκαν σε άλλο μέρος με στόχο την κάλυψη και τον υποβιβασμό του εγκλήματος. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες και όλες τις ενδείξεις, επρόκειτο για καλά σχεδιασμένη και οργανωμένη επιχείρηση που έγινε με οδηγίες της Άγκυρας, στην οποία πήραν μέρος αρκετά άτομα που χρησιμοποίησαν μηχανήματα εκσκαφής και φορτηγά. Όταν το 2009 ύστερα από κάποιες πληροφορίες έγιναν ανασκαφές στο χώρο της αρχικής ταφής, βρέθηκαν εκεί μόνο τέσσερις (4) ολόκληροι σκελετοί, τρεις (3) σχεδόν ολόκληροι και αριθμός ανακατεμένων και θρυμματισμένων οστών από υπολείμματα άλλων σκελετών.

Η συντριπτική πλειοψηφία των οστών δεν βρέθηκε και οι επτά προαναφερθέντες σκελετοί βρέθηκαν στην κατάσταση που περιεγράφη επειδή ήταν σε λαγούμι, όπου δεν έφτασε η «χούφτα» του σκαπτικού μηχανήματος. Παρά τα επανειλημμένα διαβήματά και τις εισηγήσεις για ανεύρεση και των υπολοίπων οστών, η τ/κ Εκπρόσωπος Γκιουλτέν Πλουμέρ Κιουτσιούκ, ανέφερε συνεχώς ότι δεν γνωρίζουν πού μεταφέρθηκαν τα οστά, ότι δεν βρίσκουν άλλους μάρτυρες, ότι κάποιοι που πιθανόν να γνωρίζουν αρνούνται να μιλήσουν και διάφορα άλλα. Σε συζητήσεις στη ΔΕΑ για το θέμα αυτό επέμενε ότι έπρεπε να γίνει η ταυτοποίηση των ανευρεθέντων οστών χωρίς να περιμένουν οι ενδιαφερόμενοι άλλο, να παραδοθούν τα ανευρεθέντα λείψανα στους συγγενείς και να κλείσουν οι σχετικοί φάκελοι».

Παλιές ευτυχισμένες μέρες στην Άσσια (assia.org.cy)

Η ενεργοποίηση της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοουμένους (ΔΕΑ) ξεκίνησε τον Ιούλιο 2006  και το πρόγραμμα εκταφών και ταυτοποίησης των αγνοούμενων αμέσως μετά.  Οι πρώτες ταυτοποιήσεις επιτεύχθηκαν περί τα τέλη Ιουνίου 2007 και συνεχίζουν μέχρι και σήμερα με πολύ αργά βήματα.  Τα πιο πρόσφατα στοιχεία αναφορικά με την πρόοδο των ταυτοποιήσεων παρουσιάζονται στην μηνιαία έκθεση προόδου της ΔΕΑ.  Το πλέον ανησυχητικό δεδομένο που προκύπτει από την εξέταση των διαθέσιμων στοιχείων Ιουνίου 2018, είναι η κατακόρυφη μείωση του ρυθμού εντοπισμού λειψάνων, αλλά και του αριθμού ταυτοποιήσεων. Το πρώτο εξάμηνο του χρόνου μόνο εννέα λείψανα αγνοουμένων είχαν εντοπιστεί και 28 ταυτοποιηθεί. Η κατάσταση πλέον εμπνέει σοβαρή ανησυχία για το μέλλον του προγράμματος. Είναι εμφανής η σταδιακή μείωση της αποτελεσματικότητας, η οποία από τα αρχικά ποσοστά επιτυχίας που άγγιζαν το 30-40% την περίοδο 2006-2010, υποχώρησε μεταξύ 15-20% τα επόμενα χρόνια. 

Παράλληλα, η περίπτωση του ομαδικού εγκλήματος στο Ορνίθι και η οργανωμένη μετακίνηση των λειψάνων από τους ομαδικούς τάφους από τα Τουρκικά στρατεύματα κατοχής αποκάλυψε και τις μεγάλες αδυναμίες των Όρων Εντολής της ΔΕΑ, όπως είχαν συμφωνηθεί αρχικά το 1981. Η ΔΕΑ, αρκούμενη στους σχετικούς όρους εντολής 11 και 13, θεωρεί ότι το έργο της ολοκληρώνεται με την ανεύρεση DNA, αρνούμενη επίσημα να αναγνωρίσει ότι οι υποθέσεις των αγνοουμένων δεν μπορούν να κλείνουν με την παράδοση μερικών εκατοστών του μέτρου οστών στους συγγενείς τους. Στην περίπτωση Γεώργιου Φορή η λανθασμένη απόδοση οστών που ανήκαν σε τέσσερις διαφορετικούς ανθρώπους στην οικογένεια του για την ταφή τους προκάλεσε θλίψη, πόνο και μεγάλη αναστάτωση, στη δική του αλλά και στις υπόλοιπες οικογένειες των αγνοουμένων. Ταυτόχρονα προκαλεί σωρεία ερωτημάτων για την ποιότητα της ακολουθούμενης διαδικασίας και των πρωτοκόλλων που εφαρμόζονται. Αναμένονται απ’ όλους οι ανακοινώσεις της ΔΕΑ για τα αναγκαία μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν και τις αλλαγές που απαιτούνται στα ισχύοντα πρωτόκολλα και τις διαδικασίες.

Η κληρονομιά της Αντιγόνης και η καταδίκη της Τουρκίας από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Η βεβήλωση των οστών των αγνοουμένων της Άσσιας στο Ορνίθι, ως πράξη ύβρεως και ως έγκλημα, αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στις 12 Φεβρουαρίου 2015 -και μάλιστα με τη διαδικασία της κατ’ επείγουσας περίπτωσης καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οπότε μετά από συζήτηση στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εξεδόθη το σχετικό Ψήφισμα RC8-0150/2015. Η καταδίκη της Τουρκίας υπήρξε καταπέλτης. Κατά την συζήτηση οι ευρωβουλευτές Cecilia Wikstrom (Σουηδία) και Josef Weidenholzer (Αυστρία), καταθέτοντας τις απόψεις τους, πολύ εύστοχα μίλησαν για την κληρονομιά της Αντιγόνης και για το απαραβίαστο ανθρώπινο δικαίωμα να σεβόμαστε το σώμα των νεκρών. Τόνισαν τη σημασία αυτής της κληρονομιάς και βεβαίως το αναφαίρετο δικαίωμα των συγγενών να γνωρίζουν πού έχουν ταφεί οι οικείοι τους, να έχουν πρόσβαση στον τάφο τους και να ξέρουν πώς πέθαναν.

Εκδήλωση μνήμης για τους Αγνοουμένους της Άσσιας, το 2017 (assia.org.cy)

Νεώτερες εξελίξεις

Οι Ασσιώτες αγνοούμενοι απεδείχθη ότι «μετακινήθηκαν» από το Ορνίθι, στο Τέμπλος κι από κει στην Άσσια και μετά στο σκουπιδότοπο του Δικώμου, σε μια επίμονη, οργανωμένη επιχείρηση εξαφάνισης των λειψάνων τους. Απαντώντας σε ερωτήσεις για την μετακίνηση του τάφου, η εκπρόσωπος της τ/κ πλευράς κ. Κιουτσιούκ δήλωσε: «Κάναμε πολλές έρευνες πάνω σε αυτή την περίπτωση και γνωρίζουμε σίγουρα ότι τη μετακίνηση των οστών δεν την έκαμε ο τουρκικός στρατός. Αν ρωτήσετε αν την έκαμαν οι τ/κ αρχές θα σας πω ότι δεν είμαι σίγουρη, διότι ήταν ένα έγκλημα (η μετακίνηση) που έγινε τη δεκαετία του ’90 και κανείς δεν μιλά γι’ αυτό». Σε άλλη ερώτηση περί του χώρου μετακίνησης των οστών είπε: «Σύμφωνα όμως με τις πληροφορίες από τις έρευνες που έκαμε το Γραφείο μου αυτά τα οστά είτε ρίχτηκαν στη θάλασσα είτε καταστράφηκαν. Ίσως όμως και οι πληροφορίες αυτές να είναι λανθασμένες».

Τρεις μήνες μετά και ενώ ουδείς κατά την κ. Κιουτσιούκ μιλούσε για τη μετακίνηση διότι είναι έγκλημα, αιφνιδίως βρέθηκαν έξι μάρτυρες κι ένας τόπος ταφής στο σκουπιδότοπο του Δικώμου που θα είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να τον ανασκάψει κανείς, διότι για να αποκατασταθεί ο χώρος με κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρειάζεται να μετακινηθούν, σύμφωνα με όσα λέχθηκαν στους Ασσιώτες συγγενείς, τεράστιοι όγκοι σκουπιδιών και χώματος. Μια απόλυτα βολική συνταγή για το κλείσιμο της υπόθεσης της Άσσιας ως πιλοτικής λύσης προκειμένου να κλείσουν οριστικά και όλες οι υποθέσεις μετακινήσεων ομαδικών τάφων. Αυτά συνέβησαν τον Αύγουστο του 2017. Τον Αύγουστο του 2020 ωστόσο με δημόσια δήλωσή της η κ. Κιουτσιούκ επεχείρησε να κλείσει οριστικά πλέον το κεφάλαιο Άσσια, προσβάλλοντας την ιερή μνήμη των Αγνοουμένων και τον πολυετή, επίπονο αγώνα των συγγενών τους για την ανεύρεση του συνόλου των λειψάνων τους, ως αναφαίρετου δικαιώματός τους και ως ελάχιστης εκδήλωσης μνήμης και τιμής προς τους δικούς τους ανθρώπους…

Από τον εσωτερικό διάκοσμο του Ιερού Ναού Αγίου Αρτέμωνος στην Αφάνεια πριν την καταστροφή του από το στρατό κατοχής (assia.org.cy)

Το ιστορικό ντοκιμαντέρ «Missing Fate Unknown» του Γιάννου Δημητρίου, πολύ πιθανόν να αποτέλεσε την πρώτη οργανωμένη προσπάθεια οπτικοακουστικής καταγραφής, μέσω μαρτυριών αυτοπτών μαρτύρων και συγκέντρωσης στοιχείων, του συνεχιζόμενου δράματος των αγνοουμένων και γι’ αυτό και μόνο έχει τεράστια ιστορική αξία.  Η παραγωγή έγινε το 1976 από το ΡΙΚ.  Την ευθύνη για την έρευνα είχαν ο Ανδρέας Κωνσταντινίδης και ο Μιχάλης Ατταλίδης και η σκηνοθεσία είναι του Ανδρέα Κωνσταντινίδη:

Πηγές: «Πολίτης», 14/12/2014, assia.org.cy, diakonima.gr, Χρύστα Ντζάνη, σε: chrystantzani.wordpress.com

kimintenia.wordpress.com

Σχολιάστε