Η Ελληνίδα στην Τουρκοκρατία και στην Επανάσταση του 1821

Θεόδωρος Βρυζάκης, Λεπτομέρεια από την «Έξοδο του Μεσολογγίου»

«Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς στο λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομα τους μνέω»
Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι

Κάθε φορά που μελετά κανείς την Ελληνική Ιστορία, καταλήγει να επαναλαμβάνει τους ανωτέρω στίχους του εθνικού μας Ποιητή, διαπιστώνοντας ότι οι Ελληνίδες γεμίζουν τις σελίδες της Ιστορίας μας με τις θαυμαστές θυσίες, τον ηρωισμό, το μεγαλείο και τον αγώνα τους.

Eugène Delacroix, Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου

Αδυσώπητος για αιώνες ήταν ο αγώνας με τους Τούρκους σε πολλά μέτωπα, με σπουδαίο πλήθος τα συγκλονιστικά επεισόδια, όπου η Ελληνίδα, από τις πρώτες συγκρούσεις, έδρασε, λαμβάνοντας θρυλικές διαστάσεις, ενέπνευσε τις επόμενες γενεές για διαδοχικές απελευθερωτικές προσπάθειες και εμψύχωσε καίρια για καρτερία, αντίσταση και ελπίδα. Τα κατωτέρω παραδείγματα είναι αντιπροσωπευτικά:

Το 1475 η Λήμνος δέχθηκε την κατακτητική επίθεση των Τούρκων, υπό την αρχηγία του Σουλεϊμάν πασά. Σώθηκε από μια νέα κόρη, την Μαρούλα Κλαδά. Η νεαρή κοπέλα μόλις είδε τον αγαπημένο πατέρα της να φονεύεται από τους Τούρκους, ζώσθηκε αμέσως τα όπλα του και όρμησε εναντίον των Τούρκων, ενώ την ακολουθούσαν, συγκινημένοι και παρακινημένοι από την τόλμη της, οι νησιώτες συμπατριώτες της. Οι Τούρκοι, έκπληκτοι και φοβισμένοι, υποχώρησαν, η Λήμνος δεν έπεσε τότε και συνέχιζε να παραμένει ελεύθερη.

Τον Σεπτέμβριο του 1570 οι Τούρκοι κατέκτησαν την Κύπρο. Μετά την άλωση της Λευκωσίας, 2.000 νέοι και νέες αρπάχθηκαν και επιβιβάσθηκαν στα πλοία, για να πωληθούν δούλοι. Ανάμεσά τους και μία νεαρή Ελληνίδα, η Μαρία Συγκλητική, καθώς δεν ήθελε να υποφέρει την ατιμία, αποφάσισε να εκδικηθεί τον κατακτητή, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη της γαλέρας, όπου εκρατείτο. Η γαλέρα και δυο πλοία που ήταν αγκυροβολημένα δίπλα της, ανατινάχθηκαν στον αέρα, τα πλούσια – πολύτιμα λάφυρα, κατεστραμμένα, διασκορπίστηκαν στη θάλασσα και στον αέρα και η λεία της σκλαβιάς, χίλιες νεανίδες, έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς.

Μνημείο Ζαλόγγου, Ήπειρος

Στα χρόνια της σκλαβιάς αιώνων, όταν κανένας δεν εγνώριζε, αν θα ζει αύριο και όταν η ζωή του σήμερα ήταν σωστή κόλαση, η Ελληνίδα κράτησε σεμνή και αυστηρή την οικογενειακή ζωή των Ελλήνων. Σαν σύζυγος και σαν μητέρα ήταν η δέσποινα του σπιτιού, που χάραζε βαθειά στην ψυχή των παιδιών κάθε νέας γενεάς την πίστη στο Χριστό και στην Εκκλησία, την αγάπη στην πατρίδα Ελλάδα, την περιφρόνηση στη σκλαβιά και στο θάνατο, το σεβασμό και τη γενναιοψυχία με τον ηρωισμό, έτσι που ν’ αποτελούν μόνιμα διακριτικά γνωρίσματα για όλες τις τάξεις των Ελλήνων. Αξίζει να αναφερθεί η γνώμη του Καμπούρογλου: «Ηγιασμένη έστω η ψυχή των μητέρων εκείνων, αι οποίαι επί 400 έτη, τοσούτον ηρωισμόν αντέταξαν κατά της περικυκλούσης αυτάς ασελγούς των κατακτητών κτηνωδίας! Αι οποίαι αφού εστερήθησαν πάσαν βιωτικήν απόλαυσιν, εις εν και μόνον τον εαυτών βίον αφιέρωσαν, εις το να ανατρέφουν και να δωρίζουν κάθε φορά εις το έθνος, άνδρας αξίους του ανδρικού και του Ελληνικού ονόματος» (Δημ. Καμπούρογλου, Ιστορία των Αθηναίων, τόμ. Α’, σελ. 24).

Η Ελληνίδα της Τουρκοκρατίας για ν’ αποφύγει -όσο μπορούσε- την βδελυρή ατίμωση των ακαθάρτων κατακτητών, προσπαθούσε να μεταδώσει την επιδημία της ευλογιάς, καταστρέφοντας τη νεανική ομορφιά του προσώπου της, ή δημιουργούσε οικογένεια από τα δεκατέσσερα χρόνια της, πιστεύοντας ότι δεν θα γεννήσει σκλάβους, ότι Έλληνες θα αναθρέψει και Έλληνες θα μεγαλώσει. Και απέδειξε ότι για δώδεκα γενεές και αλλού για δεκαέξι γενεές, η σκλαβιά δεν περόνιασε την Ελληνική ψυχή. Απέδειξε ότι ο οργανισμός της Ελληνικής φυλής δεν είχε νοθευθεί, δεν είχε φθαρεί, μα εξακολουθούσε να διατηρείται με αξιοθαύμαστη αντοχή και να μεταφυτεύεται από γενεά σε γενεά, ο βαθύτατος πόθος των ραγιάδων να υπάρξουν και να ελευθερωθούν.

Αγία Φιλοθέη η Αθηναία

Το εξοχότερο παράδειγμα ποικίλης προσφοράς στο υπόδουλο Γένος, είναι η μορφή της Αγίας Φιλοθέης της Αθηναίας. Θυγατέρα του Αθηναίου Αγγέλου Μπενιζέλου και της Σηρίγης, γεννήθηκε το 1522, τον σκληρό εκείνο πρώτο αιώνα της δουλείας στην Αθήνα. Το κοσμικό της όνομα Ρεγούλα. Το 1536 παντρεύθηκε, αλλά μετά από τρία χρόνια έμεινε χήρα. Χωρίς άλλες υποχρεώσεις πλέον για παιδιά ή οικογένεια, επιδόθηκε εξ ολοκλήρου σε βίο ασκητικό και φιλελεήμονα. Μετέτρεψε τον γειτονικό ναΐσκο του αγίου Ανδρέου σε γυναικείο μοναστήρι, στο οποίο αφιέρωσε όλη την περιουσία της και έγινε μοναχή. Προχώρησε ακόμη στην Ίδρυση βιοτεχνικού εργαστηρίου και οργάνωσε κέντρο ξενίας και προστασίας για τις Αθηναίες που κινδύνευαν να παρασυρθούν από τις ανάγκες τους ή …από τα κάλλη τους στον Ισλαμισμό και στις τάξεις των Οθωμανών. Διακόσιες νεαρές Ελληνίδες εύρισκαν λιμάνι γαλήνης και ανεφοδιασμού στο μοναστήρι της Φιλοθέης.

Eugène Delacroix, Η σφαγή της Χίου

Και το Θεάρεστο έργο ηύξανε. Τα μικρά παιδάκια που οδηγούνταν εκεί, κατευθύνονταν «εξ απαλών ονύχων» στην παράδοση του Έθνους. Οι πτωχοί και οι γέροντες και οι ασθενείς έγιναν το περιεχόμενο της καθημερινής ασκήσεως της φιλανθρωπίας. Η όλη πολιτεία της Φιλοθέης ενέπνεε σ’ όλες τις ηλικίες το πνεύμα της πίστεως και της θυσίας, χάριν του Ελληνισμού και της Χριστιανικής Πίστεως. Η Αθήνα είχε αναζωογονηθεί. Οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν τη δράση της Φιλοθέης και αφού τη συνέλαβαν, την φυλάκισαν και της επέφεραν παντός είδους βασανιστικές κακώσεις. Την απελευθέρωσαν σε λίγο καιρό, αλλά τη νύκτα της 2ας προς 3η Οκτωβρίου 1588, καθώς συμμετείχε σε αγρυπνία, την συνέλαβαν για δεύτερη φορά. Οι μάστιγες και τα τραύματα που δέχτηκε αυτή τη φορά ήταν πολλαπλάσια και η μάρτυς έμεινε ημιθανής. Μετά από τρεις μήνες, στις 19 Φεβρουαρίου 1589, απέθανε και το 1600 ανακηρύχθηκε αγία.

Σφαγές των Τούρκων στους δρόμους των Χανίων, του Ρώσου ζωγράφου Xydacobe

Η Ελληνίδα της Τουρκοκρατίας αγωνίσθηκε και στο στίβο του Μαρτυρίου. Τα χρόνια εκείνα που πολλοί γίνονταν «κρυπτοχριστιανοί» ή εξισλαμίζονταν, πολλές Ελληνίδες διήνυσαν την «οδόν του Μαρτυρίου». Ο φθόνος των Τούρκων για τη σωματική και ψυχική ομορφιά και ανωτερότητα των Ελληνίδων, η ακόλαστη διάθεσή τους και μάλιστα των Γενιτσάρων, που προέρχονταν από τη φυλή μας με το φοβερό παιδομάζωμα και ως εκ τούτου με ένα βαρύ μίσος, εκδηλωνόταν βάρβαρα σε βάρος των Ελληνίδων Χριστιανών δεσποίνων και νεανίδων και γινόταν αφορμή ή αίτιο Μαρτυρίου αίματος. Η Εκκλησία μας έχει καταγράψει στις τάξεις της νεομάρτυρες, παρθενομάρτυρες και καλλιμάρτυρες καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.

Η κόρη του Μάρκου Μπότσαρη, Αικατερίνη

Τα γυναικεία μοναστήρια του Ελληνικού χώρου, τα κέντρα αυτά του ελληνικού και Χριστιανικού ανεφοδιασμού, δέχτηκαν άπειρες φορές τις βίαιες επιθέσεις και καταστροφές των κατακτητών και είδαν να διαπράττονται παντός είδους εγκλήματα, φυλακίσεις και ατιμώσεις, ώσπου να κορεσθεί η κτηνωδία των βαρβάρων. Και άνθεξε ως να ήταν αθάνατη η Ρωμιοσύνη. Πολυβασανισμένη και αθάνατη! Όταν και οι νεαρές Ελληνίδες μπορούσαν να υποστούν άτρεμα και ήρεμα το Μαρτύριο του αίματος, κοιτάζοντας άφοβα το θάνατο στα μάτια, ένα ήταν σίγουρο: «η Ελλάδα σκλάβα δεν θα έμενε».

Τονίσθηκε υπερβολικά για τους επώνυμους και ανώνυμους ήρωες – άνδρες του ’21, ότι υπήρξαν οι δημιουργοί της εθνεγερσίας, της Ανεξαρτησίας και της ελευθέρας Ελλάδος. Όμως από το δυνατότερο καμίνι της δοκιμασίας πέρασαν οι Ελληνίδες. Ηρωίδες σιωπηλές, ευγενικές μορφές, αφανείς, πολλές φορές έχουν καλυφθεί από τη σκόνη του παρελθόντος, που κινούν και συσσωρεύουν οι άνεμοι του χρόνου. Οι ιστορικοί έχουν υποχρέωση ν’ αποκαλύψουν, για να αντικρύσουν όλοι οι Έλληνες, την προσφορά της Ελληνίδας. Η γνώση της προσφοράς της έχει την αξία της γνήσιας συνειδήσεως και αποτελεί πράξη δικαιοσύνης οφειλομένης και τιμής επιβεβλημένης.

Οι Σουλιώτισσες

Γεώργιος Μηνιάτης, Σουλιώτισσες

Ελκύουν εντυπωσιακά την προσοχή του κάθε μελετητή οι Σουλιώτισσες, καμάρι της αδούλωτης λεβεντιάς, με την αντρίκεια περιφρόνηση του κινδύνου. Προβάλλουν και εμπνέουν στους αιώνες, στα άτομα και στους λαούς, το ηρωικό πνεύμα και την ηθική αντίληψη, πάντα εναρμονισμένα. Είναι οι επώνυμες Σουλιώτισσες πρώτες: η Μόσχω Τζαβέλλα, πρώτη και μεγάλη ηρωίδα, αληθινή καπετάνισσα, με δυνατό χαρακτήρα και ψυχή τολμηρή, και κατά το δημοτικό τραγούδι:

«Πολεμάει η Τζαβέλλαινα με το σπαθί στο χέρι
με το παιδί στην αγκαλιά, με το τουφέκι στ’ άλλο
με τα φυσέκια στην ποδιά»

Θεόδωρος Ράλλης, Η λεία, 1905

Ακολουθεί η Χάιδω Γιαννάκη Σέχου, που πολέμησε στο Σούλι, στην Κιάφα, στο Κούγκι και στην Πάργα και την απαθανάτισε το δημοτικό τραγούδι:

«Ας έρχονται οι Παλιότουρκοι, τίποτα δεν μας κάνουν
να μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι,
τα άρματα των Σουλιωτών, της ξακουσμένης Χάιδως»

Donato Francesco de Vivo, Ο θάνατος του Λάμπρου Τζαβέλλα

Επιβλητική προβάλλει η μορφή της Δέσπως Μπότση, που είχε εμπνεύσει τη θαρραλέα απόφαση του αγώνα μέχρι θανάτου, σε δυο γενιές κατοπινές, κόρες, νύφες και εγγόνια. Στις 20 Δεκεμβρίου 1803 πολεμώντας ως το τέλος, ανατίναξε τον πύργο της, όπως μας παρέδωσε ο λαϊκός στιχουργός:

«Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια.
Η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε, δεν κάνει.
Δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
Σκλάβες Τούρκων μη ζήσωμε, παιδιά μαζί μ’ ελάτε!
Και τα ντουφέκια ανάψανε κι όλες φωτιά γενήκαν»

Η Λένω Μπότσαρη

Και κατά κάποιο τρόπο κλείνει τον κύκλο των επώνυμων Σουλιωτισσών που έγιναν και θέματα δημοτικών τραγουδιών, η Ελένη Μπότσαρη, η νεαρή κόρη, που πολεμάει διώκοντας και διωκόμενη, λέγοντας:

«Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδελφή του Μάρκου
και ζωντανή δεν πιάνομαι εις των Τούρκων τα χέρια»

Την ανώνυμη Σουλιώτισσα εκπροσωπεί η σπαρακτικά δραματική εποποιία του «Χορού του Ζαλόγγου». Με τον ηρωικό θάνατο – αυτοθυσία, καθ’ όσον αυτοκτονία δεν ήταν ο θάνατος εκείνων στο Ζάλογγο, αλλ’ ήταν υψηλή αυτοθυσία, που με φοβερή κατάπληξη και απροσμέτρητο θαυμασμό είδαν και οι εχθροί οι ίδιοι και με δυνατά ρίγη μνημονεύει κάθε φορά η Ελληνική ψυχή: «Προετίμησαν να σφενδονίσουν εις την άβυσσον τα τέκνα των, ίνα μη ίδωσιν αυτά περιπίπτοντα εις χείρας των πολεμίων. Και έπειτα απεφάσισαν να παρακολουθήσουν τα φίλτατα εκείνα όντα, ουχί εν κλαυθμοίς και οδυρμοίς, αλλά εν χοροίς και άσμασι. Θυσία καταπληκτική, ην ουδέποτε θέλουσι εννοήσει αι παρούσαι γενεαί! Και ήψαντο λοιπόν αλλήλων τας χείρας και έσυραν εν κύκλω τον χορόν, άδουσαι και καθ’ όσον επλησίαζεν εκάστη εις το χείλος του βαράθρου, εκρημνίζετο εις αυτό και ο κύκλος επανελαμβάνετο και ο χορός ωσαύτως μέχρις ου κατέπεσον άπασαι, η μία κατόπιν της άλλης», γράφει ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος.

Ary Scheffer, Σουλιώτισσες, 1827, Μουσείο Λούβρου

Μνημονεύεται και παρόμοια μεγαλειώδης αυτοθυσία, που λησμονείται ή παραμένει άγνωστη, στο Μοναστήρι του Σέλτσου, όπου 160 γυναίκες, προκρίνοντας τον θάνατο από τη σκλαβιά, έτρεξαν στον Ασπροπόταμο και «ανοίξασαι τας αγκάλας ερρίφθησαν εις αυτόν αυθορμήτως, μετά των φιλτάτων». Το Σούλι, αφού έγινε ολοκαύτωμα, έπεσε: ωστόσο έχει απομείνει η Δόξα και η Τιμή, που κληρονόμησε η Ελλάδα μας, ο Ελληνισμός.

Η θυσία των γυναικών της Νάουσας (22 Απριλίου 1822)

Η Νάουσα, παρ’ όλα τα προνόμια που απολάμβανε από τους Οθωμανούς, ξεσηκώθηκε σύσσωμη τον Φεβρουάριο του 1822 δίνοντας το δικό της ένδοξο «παρών» στον Μεγάλο Αγώνα. Έπειτα από την ηρωική αντίσταση περίπου 400 αγωνιστών και υπερασπιστών της, η πόλη πέφτει στα χέρια των Τούρκων, στις 22 Απριλίου 1822. Επί πέντε ημέρες γίνεται πεδίο άγριων σφαγών και λεηλασιών. Συγκλονιστική είναι η περίπτωση των Ναουσαίων γυναικών, οι οποίες για να μην ατιμασθούν και να μη γίνουν γενίτσαροι τα παιδιά τους, μαζί με αυτά προτίμησαν να πέσουν στη φοβερή χαράδρα με τους ορμητικούς καταρράκτες της Αράπιτσας, γράφοντας τη δική τους σελίδα αιώνιας δόξας με τη θυσία τους.

Το μνημείο των γυναικών της Νάουσας στη θέση Στουμπάνοι
πάνω από τους καταρράκτες της Αράπιτσας

Όπως συνέβαινε σε πολλές περιπτώσεις, η μανία των Τούρκων κατακτητών ξέσπασε στα γυναικόπαιδα και δη στις γυναίκες των οπλαρχηγών. Οι σύζυγοι των τριών οπλαρχηγών της Νάουσας, Ζαφειράκη Λογοθέτη, Αναστασίου Καρατάσου και Αγγελή Γάτσου, εστάλησαν «ως δώρο» στον βεζίρη της Θεσσαλονίκης και όπως μας πληροφορεί ο Σπυρίδων Τρικούπης: «Η μεν γυναίκα του Γάτσου ετούρκευσεν αποδειλιάσασα ενώπιον των βασάνων, αι δε δύο άλλαι μη αλλαξοπιστήσασαι προσηλώθησαν (σ.σ.: καρφώθηκαν) απέναντι αλλήλων όρθιαι επί του τοίχου μιας των αιθουσών του παλατίου του θηριώδους βεζίρη και εν τέλει απέθαναν πολυειδώς βασανιζόμεναι …». Ο Πουκεβίλ αναφέρεται στη γυναίκα του οπλαρχηγού Καρατάσου που μαρτύρησε «δεομένη ὑπέρ τῶν δημίων της καί ἐπικαλουμένη τή βοήθεια τῆς Παναγίας», και πιστοποιεί ότι: «Οἱ Τοῦρκοι δολοφόνησαν τήν γυναίκα τοῦ Καρατάσου καί τοῦ Ζαφειράκη, ἐπειδή δέν δέχθηκαν ν’ ἀλλαξοπιστήσουν».

α. Σχηματική απεικόνιση της θυσίας των γυναικών της Νάουσας,
β. Αναπαράσταση του χορού του Ζαλόγγου

Η Μαρία Καρατάσου, κόρη ιερέα, απέκτησε με τον Αναστάσιο Καρατάσο πέντε παιδιά. Στη σφαγή της Νάουσας πιάστηκε αιχμάλωτη και οδηγήθηκε στη Θεσσαλονίκη μαζί με τις δύο κόρες της και τα δυο μικρότερα αγόρια της. Μαζί με τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστησαν, η μάνα είδε να αποκεφαλίζουν τον έναν γιο της και να ρίχνουν επιδεικτικά το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια της. Ο άλλος γιος της εξισλαμίστηκε και έγινε αργότερα πασάς στην Αίγυπτο με το όνομα Καρατάς Πασάς. Ο πρωτότοκος γιος της, Γιαννάκης Καρατάσος, σκοτώθηκε μαζί με τον Ζαφειράκη στη Νάουσα και οι Τούρκοι έστειλαν τα κεφάλια τους πεσκέσι στον Λουμπούτ πασά. Η Μαρία αρνήθηκε ν’ αλλαξοπιστήσει και γι’ αυτό ο Εμπού Λουμπούτ την έκλεισε σε έναν σάκο με θανατηφόρα φίδια, όπου και μαρτύρησε. Ο ιστοριογράφος Ευστάθιος Στουγιαννάκης γράφει: «Το εκ των δηγμάτων όμως εις τας φλέβας της μάρτυρος διαχυθέν οξύ δηλητήριον, εφόνευσεν αυτήν εν γλυκεία ληθαργία, μέχρι της εσχάτης στιγμής δεομένην υπέρ των δημίων της και επικαλουμένην τον Ύψιστον και την Παρθένον». Και ο Πουκεβίλ περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα στον πολιτισμένο κόσμο όσες δραματικές σκηνές είδε εκεί με τα ίδια τα μάτια του: «Πολλές γυναίκες γυμνές τις έβαζαν μέχρι τον λαιμό μέσα σε σάκκους με γάτες, φίδια και ποντίκια…».

Α. Βρανάς, λεπτομέρεια από τον «Χορό του Ζαλόγγου»

Συγκλονιστική είναι και η μαρτυρία μιας ηλικιωμένης γυναίκας από τον Πολύγυρο, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Οἱ Ἑλληνίδες πρός τίς Γαλλίδες», το οποίο δημοσιεύθηκε το 1826 στο Παρίσι. Η γυναίκα αυτή είχε συλληφθεί μαζί με την κόρη της και είχε φυλακισθεί μαζί με εκατό Ναουσαίες γυναίκες στη Θεσσαλονίκη. Τους ζητήθηκε ν’ αρνηθούν την πίστη τους στον Χριστό και, επειδή όλες αρνήθηκαν, οδηγήθηκαν στα βασανιστήρια και στο μαρτύριο. Η ίδια αφέθηκε τελικά ελεύθερη εξ αιτίας κάποιου τυχαίου γεγονότος, έζησε όμως από κοντά όχι μόνο το μαρτύριο της ίδιας της κόρης της, αλλά και τα φρικτά βασανιστήρια που υπέμεινε η Μαρία Καρατάσου μέσα στον σάκκο με τα φίδια, στον οποίο την είχαν βάλει οι δήμιοι του Λουμπούτ πασά της Θεσσαλονίκης, για να της προσφέρουν ένα σκληρό και επώδυνο μαρτύριο. Τα φίδια όμως τη νάρκωσαν με το δηλητήριό τους και έτσι οι τελευταίες στιγμές του μαρτυρίου της ήταν λιγότερο οδυνηρές από ό,τι σχεδίαζαν οι βασανιστές της. «Κατάκοιτη», σημειώνει η ηλικιωμένη γυναίκα από τον Πολύγυρο, «γράφω αὐτή τήν ἀφήγηση πού θά διαβαστεῖ στήν Εὐρώπη». Και πράγματι η αφήγησή της και διαβάστηκε και συγκλόνισε και συνεχίζει να συγκλονίζει…

Οι σύζυγοι των Ζαφειράκη και Γάτσου είχαν και εκείνες το δικό τους μαρτύριο: Αλείφονται με μέλι στο κεφάλι και δεμένες εκτίθενται, ώστε να δέχονται τα ενοχλητικά τσιμπήματα των σφηκών… αλλά και των διερχομένων. Τη σύζυγο του Ζαφειράκη την έκτισαν μέχρι τον λαιμό στο τείχος του ιερού ναού της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης. Αφέθηκε έτσι επί μέρες προς ψυχαγωγία του άγριου όχλου που πήγαινε εκεί βρίζοντας και χτυπώντας με ραβδιά το κεφάλι της καθώς προεξείχε του τείχους… Δεν οπισθοχώρησε ούτε στιγμή, ενισχυόμενη μέχρι την τελευταία της πνοή από την προσευχή. Το μαρτύριό της κράτησε πέντε ημέρες. Μία περαστική τσιγγάνα, για να επισπεύσει το τέλος της, της πέταξε μία μεγάλη πέτρα και έτσι η μακαρία παρέδωσε την ηρωική ψυχή της στα χέρια του Θεού, τον Οποίον δεν αρνήθηκε. Τα άψυχα κορμιά όλων αυτών των αγίων γυναικών κατάληξη είχαν τη θάλασσα… Ανδρείες γυναίκες, πιστές μέχρι τέλους, και δη μαρτυρικού.

Οι Ελληνίδες του Μωριά και της Ρούμελης

Ary Scheffer, Ελληνίδες εκλιπαρούν την Παναγία να τις προστατεύσει

Αντάξιες προς τις Σουλιώτισσες ανεδείχτησαν και οι γυναίκες του Μωριά και της Ρούμελης. Ενδεικτικά αναφέρονται οι μητέρες δύο εκ των ενδοξοτέρων αγωνιστών, του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Ιωάννη Μακρυγιάννη. Κορυφαία είναι η μορφή της Ζαμπέτας Κολοκοτρώνη, κόρης οπλαρχηγού Κρητικής καταγωγής, γυναίκας ήρωα και μάνας ηρώων! Μα και η ίδια ήταν προσωπικά ηρωίδα, αφού πολέμησε και ανδραγάθησε στους πύργους της Καστάνιτσας, όπου και έπεσε μαχόμενος ο ήρωας άνδρας της, Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης. Γέννησε και ανέστησε τον Γέρο του Μωριά, καθώς υφίστατο την αγωνία και τη μανία σκληρών καταδιώξεων, το 1770, στις «3 Απριλίου, ημέρα της Λαμπρής, στο βουνό, εις ένα δένδρο αποκάτω», όπως σημειώνει ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στα απομνημονεύματά του, τη «Διήγηση συμβάντων της Ελληνικής φυλής».

Μεγάλη και σκληρή η εποχή της Τουρκοκρατίας, μεγάλες οι πράξεις των Ελληνίδων να γεννούν και να καταδιώκονται, κρατώντας βρέφος και σπαθί, και να θηλάζουν παιδιά, έχοντας και πιστόλια στο στήθος τους! Συγκλονίζει η καθημερινή σκληρή δοκιμασία της ψυχής της Ελληνίδας στο Μωριά, στη Ρούμελη και στην Ελλάδα ολόκληρη, για τον αγώνα της ζωής και τη ζωή του αγώνα του Γένους μας.

Οικογένεια κλεφτών καταφεύγει στα βουνά

Ο Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματά» του, το δίνει πολύ ζωηρά: «Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί και όταν ήμουνα ακόμα εις την κοιλιά της μητρός μου, μίαν ημέρα πήγε δια ξύλα εις τον λόγγον. Φορτώνοντας τα ξύλα στον ώμο της, φορτωμένη εις τον δρόμον, εις την ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα. Μόνη της η καημένη και αποσταμένη, εκιντύνεψε και αυτείνη τότε και εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και αυγυρίστη, φορτώθη ολίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου εις τα ξύλα και από πάνω εμένα και πήγε εις το χωρίον. … Οι Τούρκοι του Αλή πασά θέλαν να μας σκλαβώσουνε. Τότε, δια νυκτός, όλη η φαμελιά και όλο μας το σόι σηκώθηκαν και έφυγαν, και παγαίνουν εις την Λιβαδιά, να ζήσουνε εκεί. Θα πέρναγαν απ’ ένα γιοφύρι του Λιδωρικιού, ονομαζόμενον Στενό, δεν πέρναγε από άλλο μέρος το ποτάμι. Εκεί φύλαγαν οι Τούρκοι να περάσουν, να τους πιάσουνε και δεκαοχτώ ημέρες γκιζερούσαν εις τα δάση όλοι, κι έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα κι έτρωγα αυτό το γάλα. Μην υποφέροντας πλέον την πείνα, αποφάσισαν να περάσουνε από το γιοφύρι. Και ως βρέφος εγώ μικρό, να μην κλάψω και χαθούνε όλοι, αποφάσισαν και με πέταξαν εις το δάσος, εις το «Κόκκινον» ονομαζόμενον, και προχώρησαν δια το γιοφύρι. Τότε μετανογάει η μητέρα μου και λέγει: “Η αμαρτία του βρέφους θα μας χάσει. Περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδε μέρος, και σταθήτε… Το παίρνω κι αν έχω τύχη και δεν κλάψει, διαβαίνουμε ..”. Η μητέρα μου και ο Θεός μας έσωσε», κλείει τη διήγησή του ο αγωνιστής Μακρυγιάννης.

Με τέτοιους και τόσους μύριους κινδύνους και ανείπωτα βάσανα γέννησαν και ανέστησαν τα παιδιά τους οι Ελληνίδες της Τουρκοκρατίας και του ‘21 και τα μεγάλωσαν εμπνευσμένα με Πίστη και ηρωικό θάρρος, ώστε ν’ ανδρωθούν ικανά και να εξοφλήσουν στον δυνάστη τα εγκλήματα γενεών αιώνων.

Οι Ελληνίδες στον αγώνα του ‘21

Αγία Νεομάρτυς Κασσάνδρα Υψηλάντη εκ Τραπεζούντος

Όταν άναψε η επαναστατική φωτιά του ‘21 και ανοίχτηκε αιματηρά «ο κοσμογονικός κρατήρας» του εννιάχρονου πολέμου της Εθνεγερσίας, αναδείχτηκε ακατάβλητη η ψυχή των Ελληνίδων και οι προσωπικές θυσίες ατελείωτες. Και αποδεικνύεται από τη συμμετοχή των Ελληνίδων ότι τον αγώνα του ‘21 δεν τον έκανε μία τάξη ανθρώπων, αλλ’ ολόκληρο το έθνος, ολόκληρος ο Ελληνισμός. Συμμετείχαν οι Ελληνίδες από κάθε τάξη και από κάθε στρώμα του Ελληνικού λαού.

Η ηλικιωμένη αρχόντισσα Ελισσάβετ Υψηλάντου, από το Κίεβο της Ρωσίας, δεν εμπόδισε τους υιούς της να τρέξουν στην Ελλάδα. Έδωσε πρώτα την ευχή της στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ώστε ν’ αρχίσει την επανάσταση στη Μολδοβλαχία, ως αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας και ύστερα από λίγο καιρό έδωσε τη συγκατάθεσή της και στον Δημήτριο Υψηλάντη, λέγοντας: «Αν είναι να ελευθερωθεί η Ελλάς από την αποστολήν και αυτού του παιδιού μου, που μου έμεινεν, ας το στερηθώ και αυτό. Ας πάει με την ευχή μου». Μαζί με την ευχή της προσέφερε στον Αγώνα και ολόκληρη την περιουσία της. Την οικογένεια των Υψηλάντηδων λάμπρυνε με τη μορφή της και μία ακόμα σπουδαία γυναίκα, η αγία νεομάρτυς Κασσάνδρα Μουρούζη – Υψηλάντου, η Τραπεζούντια, σύζυγος του Ιωάννη Υψηλάντη και προγιαγιά του Αλεξάνδρου και Δημητρίου Υψηλάντη της Ελληνικής Επαναστάσεως, η οποία έζησε στην Τραπεζούντα, όπου μετά τον θάνατο του συζύγου της, μαρτύρησε φρικτά από τους Οθωμανούς, την 1η Αυγούστου 1677.

Λασκαρίνα – Μπουμπουλίνα

Εκπληκτική και η φυσιογνωμία της Μπουμπουλίνας. Δύο φορές χήρα στη ζωή της και μητέρα πολλών παιδιών, ήταν καπετάνισσα στα πλοία του δευτέρου συζύγου της Δημήτρη Μπούμπουλη. Στις Σπέτσες όλοι την είχαν παραδεχτεί για άξια Κυρά-καπετάνισσα! Όταν οι Τούρκοι της αμφισβήτησαν το δικαίωμα να κατέχει και να διαχειρίζεται η ίδια τα πλοία που κληρονόμησε από τον άνδρα της, έφθασε ως την Κωνσταντινούπολη για να βρει το δίκαιό της και επλησίασε ως και αυτήν την Βαλιντέ Σουλτάνα (μητέρα του Σουλτάνου) στα Ανάκτορα, όπου και της αναγνωρίσθηκε το δικαίωμα να έχει τα πλοία και την περιουσία του άνδρα της. Και όχι μόνο επισκέφτηξε τη Βαλιντέ Σουλτάνα, αλλά και στη Φιλική Εταιρεία μυήθηκε, πιθανώτατα ενόσω βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, στα τελευταία χρόνια πριν από την Επανάσταση. Ήταν από τις ελάχιστες γυναίκες που μυήθηκαν στη Φιλική και κράτησε καλά το μυστικό, προετοιμαζόμενη υποδειγματικά για τον Αγώνα. Την εποχή εκείνη ναυπήγησε και το πλοίο «Αγαμέμνων», 48 πήχεων, με 18 κανόνια, ως εμπορικό τάχα πλοίο. Αυτό το κατόρθωσε, αφού δωροδόκησε τον Τούρκο ναύαρχο Χουσεΐν πασά, να γνωματεύσει ότι δεν επρόκειτο για πολεμικό πλοίο, αλλ’ ότι ήταν ένα συνηθισμένο, εμπορικό καράβι. Στο πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου του 1821, η Μπουμπουλίνα ξεσήκωσε τις Σπέτσες σε επανάσταση και έσπευσε να λάβει μέρος στις επιχειρήσεις πολιορκίας του Ναυπλίου. Από τότε -τις πρώτες κιόλας ημέρες- συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση του ‘21, προσφέροντας στην υπόθεση του Αγώνα όλα τα παιδιά της και ολόκληρη την μεγάλη περιουσία της.

Μαντώ Μαυρογένους

Δίπλα στη Μπουμπουλίνα η ηρωίδα Μαντώ Μαυρογένους, που ύψωσε την επαναστατική σημαία στη Μύκονο. Ήταν πλουσιοκόρη η Μαντώ, λεπτή αριστοκράτισσα, μαθημένη σε μια άνετη και πλούσια ζωή, καλλιεργημένη, ίσως η πλέον πολύφερνη νεαρή Ελληνίδα της εποχής της. Όταν όμως σήμανε η ώρα του Μεγάλου ξεσηκωμού για την απελευθέρωση της πατρίδας, δεν υπολόγιζε τίποτα από από όλα αυτά, ούτε οι ανέσεις που απολάμβανε στο πατρικό αρχοντικό της στάθηκαν εμπόδιο στην ανεκτίμητη επαναστατική δράση της. Με δικές της δαπάνες εξόπλισε πλοία και κατεδίωκε τους πειρατές που έκαναν αποβάσεις κι επιθέσεις στη Μύκονο. Τα πλοία της συμμετείχαν το ‘21 σε όλες τις επιχειρήσεις του Ελληνικού στόλου στην Εύβοια και στον Παγασητικό.

Η ίδια η Μαντώ, ντυμένη με ανδρικά ρούχα, μετείχε σε μάχες επικεφαλής στρατιωτικού τμήματος, που είχε εξοπλίσει η ίδια, με δικές της δαπάνες, και το οποίο συντηρούσε και γι’ αυτό ονομάζεται τιμητικά αντιστράτηγος. Επειδή ήταν μορφωμένη -μιλούσε και έγραφε Γαλλικά, Γερμανικά και Ιταλικά- κατατόπιζε τους ξένους φιλέλληνες στα διάφορα ζητήματα του Αγώνα των σκλαβωμένων συμπατριωτών της και αλληλογραφούσε με το εξωτερικό, προσπαθώντας να αφυπνίσει και να ενεργοποιήσει φιλελληνικά αισθήματα και δράσεις στους λαούς της Ευρώπης. Και όταν ακόμη τελείωσε ο επαναστατικός αγώνας και ελευθερώθηκε η Ελλάδα, όμως γύρω «βαβούριζε η δυστυχία» και ήταν πλήθος τα ορφανά, η ευγενική ψυχή της Μαντούς δεν εφησύχασε, αλλ’ έθεσε και πάλι τον εαυτό της στην υπηρεσία των ορφανών παιδιών του πολέμου και βοήθησε με όλες τις δυνάμεις τις και στο έργο αυτό.

Οι ηρωικές Σουλιώτισσες στη μάχη του Σέλτσου

Δόμνα Βισβίζη, η ηρωική καπετάνισσα της Θράκης

Η Δόμνα Βισβίζη υπήρξε κόρη πλούσιας οικογένειας από την Αίνο της Ανατολικής Θράκης, όπου γεννήθηκε το 1784. Το 1808 παντρεύτηκε τον Αντώνη Βισβίζη, πλούσιο πλοίαρχο και καραβοκύρη. Τον Φεβρουάριο του 1821 ο σύζυγός της αρματώνει το ιδιόκτητο καράβι του, την «Καλομοίρα», ένα μπρίκι ναυπηγημένο στην Οδησσό, με 16 κανόνια και 140 ναύτες και ξεκινά να μπει στη δούλεψη του Γένους, εγκαταλείποντας την εύπορη ζωή του στην Αίνο. Χωρίς δεύτερη σκέψη τον ακολουθεί η γυναίκα του Δόμνα, παίρνοντας μαζί της στο καράβι τα πέντε παιδιά τους, όλα τα χρήματα και τα τιμαλφή τους και ενώνονται με τον στόλο των Ψαριανών.

Δόμνα Βισβίζη

Το βάπτισμα του πυρός το πήρε η Δόμνα στην Ίμβρο και έκτοτε ξεκίνησε μια ζωή γεμάτη αγώνες, περιπέτειες και μεγάλες δυσκολίες. Το μπρίκι τους μεταφέρει στο Άγιον Όρος, μαζί με πολεμοφόδια και όπλα και τον επαναστάτη Εμμανουήλ Παπά, τον Σερραίο μεγαλέμπορο και τραπεζίτη, που και αυτός ξόδεψε την περιουσία του και τη ζωή του για χάρη της πατρίδας. Το ζευγάρι των καπεταναίων συμμετέχει στον αγώνα του ‘21 και βρίσκεται παρών σε ολόκληρο το Αιγαίο κυβερνώντας την «Καλομοίρα», ναυμαχώντας παλικαρίσια, υπερασπίζοντας παγιδευμένους αγωνιστές και πολιορκώντας τους εχθρούς. «Για να κτισθή το χρυσό παλάτι της Ελευθερίας», όπως συνήθιζε να λέει το ζεύγος Βισβίζη.

Γλυπτό σύμπλεγμα του ζεύγους Βισβίζη στην παραλία Αλεξανδρουπόλεως

Την 21η Ιουλίου 1822 η Δόμνα με τον άνδρα της πρωτοστατούν στην από θαλάσσης πολιορκία της Εύβοιας. Σε κάποια στιγμή του αγώνα εκείνου, ο σύζυγος της Δόμνας σκοτώνεται. Η Δόμνα δίνει τότε εντολή να τον κλάψουν τα παιδιά τους και να τον ετοιμάσει ο παπάς και αυτή αναλαμβάνει πλήρως, σαν καπετάνισσα πλέον, την «Καλομοίρα» και συνεχίζει τον αγώνα. Η σκέψη να ξαναγυρίσει στην πλούσια ζωή που άφησε πίσω της δεν της περνά καν από το μυαλό. Παίρνει μέρος σε μπλόκα, σε ναυμαχίες και βοηθά με κάθε δυνατό τρόπο στην επιτυχία της Επανάστασης.

Η Δόμνα Βισβίζη αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στον αγώνα για την απελευθέρωση του έθνους, προσφέροντας ολόκληρη την περιουσία της. Ξόδεψε στον αγώνα και τον τελευταίο οβολό της, για τη συντήρηση του πλοίου της ως ετοιμοπόλεμου και μάχιμου και όταν δεν μπορούσε η ίδια να το συντηρήσει, το προσέφερε και αυτό στην πατρίδα. Μέσα από μια σειρά εγγράφων, διαπιστώνει κανείς την αγωνία της Θρακιώτισσας αγωνίστριας για την επιτυχία του αγώνα, τη μεγάλη προσφορά της, αλλά και την ολοσχερή εγκατάλειψή της από την πολιτεία. Εκείνη που ο Πρίγκιπας Δημήτριος Υψηλάντης σε μια επιστολή του, είχε αποκαλέσει «Ευγενεστάτη και γενναιοτάτη», κατέληξε γερόντισσα φτωχή και ξεχασμένη. Πέθανε πικραμένη στον Πειραιά, σε ηλικία 66 ετών, το 1850. Η ηρωική στάση της, η αντρίκια παλικαριά της, η αγέρωχη αντιμετώπιση της μοίρας στις κρίσιμες στιγμές του πεπρωμένου της και του αγώνα, την αναδεικνύουν πρόσωπο πρωταγωνιστικό της Ελληνικής Επαναστάσεως. Την υψώνουν σε δυσθεώρητα μεγέθη και την κατατάσσουν στην ίδια θέση με την ένδοξη Μπουμπουλίνα και τη γενναία Μαντώ Μαυρογένους. Ήταν Αρχόντισσα! Ήταν Καπετάνισσα! Ήταν Ηρωίδα!

Μαριγώ Ζαραφοπούλα, μια άγνωστη ηρωίδα του ‘21

Η Μαριγώ Ζαραφοπούλα καταγόταν από τα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης. Μέσω του αδελφού της, εμπόρου Χατζη-Βασίλη Σαράφη, ο οποίος ήταν Φιλικός, ήρθε σε επαφή με άλλα μέλη της Εταιρείας. Λόγω των σχέσεων της οικογένειάς της με σημαίνοντες Τούρκους, ανέλαβε το έργο της συλλογής πληροφοριών για τις κινήσεις αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης. Μετά την έναρξη της Επανάστασης παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη, παρά τα βίαια επεισόδια που ξέσπασαν. Εργάστηκε με παραδειγματικό πατριωτικό ζήλο, διασώζοντας πολλούς ομήρους και παραλίγο να φυλακιστεί η ίδια. Διέφυγε στην Ύδρα, τον Μάιο του 1821. Κατά τη διάρκεια του Αγώνα, ενήργησε ως κατάσκοπος σε πολιορκούμενα από τους Έλληνες φρούρια και πόλεις, προκειμένου να συλλέγει πληροφορίες, αλλά και να παραδίδει σημαντικά έγγραφα, με σκοπό την απελευθέρωση αιχμαλώτων. Διέθεσε την περιουσία της για την περίθαλψη τραυματιών και ασθενών και για την αγορά πολεμοφοδίων και τροφίμων για τον στρατό.

Τη δράση της πιστοποιούν γνωστοί οπλαρχηγοί: Οἱ ὑποφαινόμενοι … πιστοποιοῦμεν ἐν γνώσει καὶ μὲ πλήρη πεποίθησιν ὅτι ἡ κ. Μαριγὼ Ζαραφοπούλα, ἀδελφὴ τοῦ Χατζῆ-Βασίλη ἐκ Ταταούλων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ καὶ ὑπὲρ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀγῶνος καρατομηθέντος παρὰ τῆς Οθωμανικῆς ἐξουσίας, σύζυγος δὲ τοῦ φονευθέντος Ταγματάρχου τοῦ Πεζικοῦ Στεφάνου, διὰ τῶν ὁποίων εἴχεν ἐν Κων/λει ἰσχυρῶν μέσων καὶ δι’ ἰδίων αὐτῆς χρημάτων συνετέλεσε εἰς την δραπέτευσιν τῶν Ἀοιδίμων υἱῶν τοῦ ἀξιοσεβάστου γέροντος Π. Μαυρομιχάλη κρατουμένων παρά τῆς Ὀθωμανικῆς ἐξουσίας ἐν Κων/λει καὶ διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν κατατρεχθεῖσα παρὰ της ἐξουσίας. Διεσώθη εἰς Βλαχομπογδανίαν μετὰ πολλοὺς κινδύνους καὶ εξοδα.Ἐκείθεν μετέβη εἰς Ὕδραν κατὰ τὸ πρῶτον ἔτος τῆς ἐπαναστάσεως ὅπου λαβοῦσα παρὰ τοῦ πατρός της ἱκανὴν χρηματικὴν ποσότητα μετέβη εἰς τὴν Τριπολιτζὰν πολιορκουμένην τότε παρὰ τῶν ἑλληνικῶν στρατευμάτων καὶ ἐστάλη παρὰ τῶν ἀοιδίμων ἀρχηγῶν Θ. Κολοκοτρώνη καὶ Δ. Ὑψηλάντη καὶ λοιπῶν ἐντὸς τῆς πόλεως καὶ νὰ ἐγχειρίση οὐσιώδη ἐγγραφα, ἐκπλήρωνε δὲ θαμασίως τὸν σκοπὸν τῆς ἀποστολῆς της τουθ’ αὐτὸ ἔκαμε, καὶ εἰς τὴν πολιορκίας τοῦ Ναυπλίου. Κατὰ δὲ τὴν ἐποχὴν τῆς εἰσβολῆς τῶν Αίγυπτίων ἐν τῇ Πελοποννήσῳ ἐστάλη ὑπὸ τῶν διαφόρων ἐπισήμων ὁπλαρχηγῶν εἰς διάφορα μέρη κρατούμενα ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ, διὰ τὸν αὐτὸν σκοπὸν ἔδωσε καὶ ἔλαβε γράμματα ἐκ τῶν πολιορκουμένων μερὼν καί ἐξεπλήρωσε ἀκριβῶς τὀν σκοπόν τῆς ἀποστολῆς της. Ἐν δὲ τῇ ἐποχῆ καθ’ ἥν τὰ ἑλληνικὰ ὅπλα καὶ τὸ ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν τοῦ συνταγματάρχου Φαβιέρου Πεζικὸν τακτικῶν ὑπέφερεν ἐν Καρύστῳ καὶ ἦταν εἰς κίνδυνον ἡ μνησθεῖσα κυρία δ’ ἰδίων της χρημάτων ἐφόρτωσε ἀπὸ τὶς Σπέτζες μίαν γολέταν μὲ παξιμάδια καὶ τὰ ἐπῆγε ἡ ίδια εἰς Κάρυστον καὶ τὰ διεμοίρασε εἰς τὸν πεινώντα στρατόν, πρὸς δὲ καὶ είς τὴν κατὰ τῆς Κρήτης ἐκστρατείαν τοῦ Χατζῆ-Μιχάλη συνεισέφερε χρηματικὰς ποσότητας δ’ ἀγορὰν πολεμοφοδίων καὶ τροφῶν.
Εἰς ἔνδειξιν τούτων ἁπάντων ἀποφαινόμεθα τῇ 20 Νοεμβρίου 1843 ἐν Ἀθήναις.
Π. Νοταράς, Χατζή Χρήστος, Γ. Αγαλλόπουλος, Π. Μαυρομιχάλης, Χατζή Μιχάλης, Νικήτας Σταματελόπουλος, Ιάκωβος Κούμης, Νικ. Γριτζώτης.

Η θυσία των γυναικών στο Ζάλογγο

Μετά το τέλος του Αγώνα και αφού είχε διαθέσει όλα τα χρήματά της για την Επανάσταση, η Μαριγώ υπέβαλε αίτηση στην «Εξεταστική επί του Ιερού Αγώνος Επιτροπή» ζητώντας σύνταξη. Στην αίτησή της, με ημερομηνία 19 Απριλίου 1865, εκφράζει το εύλογο παράπονο ότι άλλοι που προσέφεραν πολύ λιγότερα από εκείνη και τον σύζυγό της στον Αγώνα, πήραν σύνταξη και αυτή, που «εστερείτο ακόμα και αυτού του επιουσίου», δεν έλαβε τίποτα..

Ο θάνατος του Σουλιώτη Λάμπρου Τζαβέλλα (ελαιογραφία, αντίγραφο
χαρακτικού του L. Lipparini, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα)

Στους αγώνες του ‘21 οι γυναίκες έρχονταν στα πεδία των μαχών φορτωμένες, φέρνοντας και τα ζώα τους φορτωμένα κρέας, ψωμί και άλλες τροφές, για να ανεφοδιάζονται οι άνδρες τους και οι άλλοι στρατιώτες. Είχαν την επισιτιστική φροντίδα των αγωνιστών. Άλλες πολεμούσαν και στους προμαχώνες. «Λάκαινά τις, Σταυριανή ονομαζομένη, εθελόπονος συστρατιώτης υπό τον Κυριακούλην Μαυρομιχάλην και μετ’ αυτού συναποκλεισθείσα εν Βαλτετσίω, μόνη ετόλμα συνεχώς εξέρχεσθαι από του ενός εις τον άλλον προμαχώνα και διένειμεν πυριτιδοβολάς, όπου η ανάγκη εκάλει, βαδίζουσα ως ανήρ και ομιλούσα ως στρατιώτης», γράφει απομνημονευματογράφος του ‘21.

Στις γυναίκες αυτές, τις επώνυμες ηρωίδες, τις γενναίες μάνες των αγωνιστών, αλλά και στην κάθε ανώνυμη Ελληνίδα γυναίκα, μάνα, σύζυγο, αδερφή, που κράτησε το Γένος μας, την πίστη μας, τις ιερές αξίες της φυλής μας άσβεστα μέσα στη μαύρη σκλαβιά, μέσα στη φρίκη, τις στερήσεις και τις ατιμώσεις, ας κλίνουμε σήμερα ευλαβικά το γόνι, 200 χρόνια μετά τον Μεγάλο Ξεσηκωμό που χάρισε στους Έλληνες την πολυπόθητη ελευθερία! ΑΘΑΝΑΤΕΣ! Αιωνία η μνήμη αυτών!

Eugène Delacroix, Από την Έξοδο του Μεσολογγίου

Πηγές:
– Στρατηγού Μακρυγιάννη, «Απομνημονεύματα», εκδ. Ζαχαρόπουλου
– «Το Αθάνατο 1821», τόμοι δύο, εκδ. Στρατίκη
– «Το Ολοκαύτωμα της Νάουσας (22 Απριλίου 1822)», σε: kimintenia.wordpress.com
– Ελληνική Επανάσταση 1821/Ομάδα στο fb
– Ιωάννης Ν. Παπαϊωάννου, «Ιστορικές γραμμές», τόμ. Γ’, σε: antexoume.wordpress.com
– «Δόμνα Βισβίζη: Η ηρωική ναυμάχος του ’21 που πέθανε φτωχή και ξεχασμένη», σε: cognoscoteam.gr

2 σκέψεις σχετικά με το “Η Ελληνίδα στην Τουρκοκρατία και στην Επανάσταση του 1821

    • sophiapavlaki 10 Απριλίου 2021 / 14:55

      Σας ευχαριστούμε πολύ! Καλή συνέχεια στα όμορφα έργα σας!

      Μου αρέσει!

Σχολιάστε